πεντήρης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentiris
|Transliteration C=pentiris
|Beta Code=penth/rhs
|Beta Code=penth/rhs
|Definition= (sc. [[ναῦς]]), ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[quinquereme]], <span class="bibl">Plb.8.4.2</span>, al. (but [[falsa lectio|f.l.]] for [[πεντετηρίς]] <span class="bibl">Hdt.6.87</span>); in full, <b class="b3">ναῦς π</b>. <span class="bibl">D.S.2.5</span>, <span class="bibl">14.41</span>: πεντηρικὰ [[πλοῖα]], [[σκάφη]], <span class="bibl">Plb.1.59.8</span>, <span class="bibl">3.41.2</span>, cf. <span class="bibl">D.S.14.41</span>.</span>
|Definition= (sc. [[ναῦς]]), ἡ, [[quinquereme]], <span class="bibl">Plb.8.4.2</span>, al. (but [[falsa lectio|f.l.]] for [[πεντετηρίς]] <span class="bibl">Hdt.6.87</span>); in full, <b class="b3">ναῦς π</b>. <span class="bibl">D.S.2.5</span>, <span class="bibl">14.41</span>: πεντηρικὰ [[πλοῖα]], [[σκάφη]], <span class="bibl">Plb.1.59.8</span>, <span class="bibl">3.41.2</span>, cf. <span class="bibl">D.S.14.41</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντήρης Medium diacritics: πεντήρης Low diacritics: πεντήρης Capitals: ΠΕΝΤΗΡΗΣ
Transliteration A: pentḗrēs Transliteration B: pentērēs Transliteration C: pentiris Beta Code: penth/rhs

English (LSJ)

(sc. ναῦς), ἡ, quinquereme, Plb.8.4.2, al. (but f.l. for πεντετηρίς Hdt.6.87); in full, ναῦς π. D.S.2.5, 14.41: πεντηρικὰ πλοῖα, σκάφη, Plb.1.59.8, 3.41.2, cf. D.S.14.41.

German (Pape)

[Seite 559] ες, fünfruderig, mit fünf Reihen Ruderbänken, vgl. τριήρης; Her. 6, 87; Pol. 8, 6, 2; D. Sic. 20, 49.

Greek (Liddell-Scott)

πεντήρης: (ἐξυπακ. ναῦς), ἡ, πλοῖον ἔχον πέντε σειρὰς κωπῶν, Ἡρόδ. 6. 87, Πολύβ. 8. 6, 2, κτλ.· ― οὕτω, πεντηρικὸν πλοῖον, σκάφος ὁ αὐτ. 1. 59, 8., 3. 41. 2, κτλ. ― Ἴδε ἐν λ. τριήρης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
à cinq rangs ; ἡ πεντήρης (ναῦς) vaisseau à cinq rangs de rames, quinquerème.
Étymologie: πέντε, ἄρω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
(ενν. ναῡς) (στην αρχαιότητα) νεώτερος σχετικά τύπος πολεμικού πλοίου, μεγαλύτερου από την τριήρη, με πέντε σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά, ή, κατ' άλλους, τύπος πλοίου του οποίου το κάθε κουπί το χειρίζονταν πέντε κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ήρης (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πεντήρης: (ενν. ναῦς), , πλοίο με πέντε ιστία, σε Ηρόδ.· ομοίως, πεντηρικὸν πλοῖον, σκάφος, σε Πολύβ.· βλ. τριήρης.

Russian (Dvoretsky)

πεντήρης: ἡ (sc. ναῦς) пентера (судно с пятью рядами весел) Her., Polyb.

Middle Liddell


(sc. ναῦσ), a quinquereme, Hdt.:—so, πεντηρικὸν, πλοῖον, σκάφος Polyb.:—v. τριήρης.