προσκάρδιος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proskardios | |Transliteration C=proskardios | ||
|Beta Code=proska/rdios | |Beta Code=proska/rdios | ||
|Definition=Dor. ποτι-, ον, | |Definition=Dor. ποτι-, ον, [[at the heart]], ἕλκος <span class="bibl">Bion 1.17</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:30, 23 August 2022
English (LSJ)
Dor. ποτι-, ον, at the heart, ἕλκος Bion 1.17.
German (Pape)
[Seite 767] dor. ποτικάρδιος, am Herzen, ἕλκος Bion. 1, 16, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκάρδιος: Δωρικ. ποτικ-, ον, ὁ πρὸς τῇ καρδίᾳ, Βίων 1. 17.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στην καρδιά, καρδιακός («προσκάρδιον ἕλκος», Βίων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καρδία (πρβλ. κατα-κάρδιος, περι-κάρδιος)].
Greek Monotonic
προσκάρδιος: Δωρ. ποτι-κ, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην καρδιά, σε Βίωνα.