διερῶ: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diero
|Transliteration C=diero
|Beta Code=dierw=
|Beta Code=dierw=
|Definition=serving as fut., διείρηκα as pf., of [[διαγορεύω]] ([[διεῖπον]] ([[quod vide|q.v.]]), being aor.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[say fully]], [[distinctly]], [[expressly]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>809e</span>, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος <span class="bibl">D.20.28</span>, cf. <span class="bibl">23.72</span>:—Pass., aor. διερρήθην <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>932e</span>: pf. [[διείρημαι]] ib.<span class="bibl">813a</span>, etc.; διειρημένον [[it having been expressly stated]], <span class="bibl">D.17.28</span>.</span>
|Definition=serving as fut., διείρηκα as pf., of [[διαγορεύω]] ([[διεῖπον]] ([[quod vide|q.v.]]), being aor.):—[[say fully]], [[distinctly]], [[expressly]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>809e</span>, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος <span class="bibl">D.20.28</span>, cf. <span class="bibl">23.72</span>:—Pass., aor. διερρήθην <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>932e</span>: pf. [[διείρημαι]] ib.<span class="bibl">813a</span>, etc.; διειρημένον [[it having been expressly stated]], <span class="bibl">D.17.28</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερῶ Medium diacritics: διερῶ Low diacritics: διερώ Capitals: ΔΙΕΡΩ
Transliteration A: dierō̂ Transliteration B: dierō Transliteration C: diero Beta Code: dierw=

English (LSJ)

serving as fut., διείρηκα as pf., of διαγορεύω (διεῖπον (q.v.), being aor.):—say fully, distinctly, expressly, Pl.Lg.809e, etc.; διείρηκεν ὁ νόμος D.20.28, cf. 23.72:—Pass., aor. διερρήθην Pl.Lg.932e: pf. διείρημαι ib.813a, etc.; διειρημένον it having been expressly stated, D.17.28.

Greek (Liddell-Scott)

διερῶ: χρησιμεύει ὡς μέλλ., τὸ δὲ διείρηκα ὡς πρκμ. τοῦ διαγορεύω (διεῖπον, ὃ ἴδε, εἶνε ὁ ἀόρ.)· - θὰ εἴπω ἐντελῶς, σαφῶς, φανερῶς, ὡρισμένως, ῥητῶς, Πλάτ. Νόμ. 809Ε, κτλ.· διείρηκεν ὁ νόμος Δημ. 465. 20, πρβλ. 644. 5. - Παθητ., ἀόρ. διερρήθην Πλάτ. Νόμ. 932Ε· πρκμ. διείρημαι αὐτόθι 813Α, κτλ.· διειρημένον, ῥητὴ διαταγή, ὁ αὐτ. 219. 23.

French (Bailly abrégé)

fut. de διείρω et de *διέρω.

Spanish (DGE)

v. διαλέγω.

Greek Monolingual

διερῶ (Α)
στραγγίζω, φιλτράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ερώ (-άω) «χύνω έξω, ξεχύνω»
(πρβλ. απερώ, εξερώ, κατερώ κ.ά.)].

Greek Monotonic

διερῶ: χρησιμ. ως μέλ., διείρηκα ως παρακ. του διαγορεύω, πρβλ. διεῖπον· θα πω με ακρίβεια, με σαφήνεια, θα εκφράσω ρητά, σε Πλάτ., Δημ. — Παθ., αόρ. αʹ διερρήθην, παρακ. διείρημαι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διερῶ: fut. к διαγορεύω или к διεῖπον.

Middle Liddell

perf διείρηκα διερῶ serving as fut., διείρηκα as perf., of διαγορεύω [cf. διεῖπον
to say fully, distinctly, expressly, Plat., Dem.:—Pass., aor1 διερρήθην, perf. διείρημαι, Plat.