καταχρώννυμι: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katachronnymi | |Transliteration C=katachronnymi | ||
|Beta Code=kataxrw/nnumi | |Beta Code=kataxrw/nnumi | ||
|Definition=<span class="bibl">Poll.7.169</span>, Suid.: impf. κατέχρωζεν Anon. ap. Suid. (s.h.v.):— | |Definition=<span class="bibl">Poll.7.169</span>, Suid.: impf. κατέχρωζεν Anon. ap. Suid. (s.h.v.):—[[colour]], -χρῶσαι τὴν κόμην <span class="bibl">Poll.2.35</span>, cf. <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">in SE</span>9.3</span>:—Pass., metaph., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>911</span> (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 01:15, 24 August 2022
English (LSJ)
Poll.7.169, Suid.: impf. κατέχρωζεν Anon. ap. Suid. (s.h.v.):—colour, -χρῶσαι τὴν κόμην Poll.2.35, cf. Alex.Aphr. in SE9.3:—Pass., metaph., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι E.Hec.911 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
καταχρώννῡμι: μέλλ. -χρώσω· -χρωματίζω ἐντελῶς, καταβάπτω, καταχρῶσαι τὴν κόμην Πολυδ. Β΄, 35·- Παθ., κατεχρώσθη τὸ πρόσωπον κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121·- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911·- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., Πολυδ. Ζ΄, 169· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως, καταχρώσκω.
French (Bailly abrégé)
1 noircir;
2 salir, tacher.
Étymologie: κατά, χρώννυμι.
Greek Monolingual
καταχρώννυμι και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM)
χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.)
αρχ.
παθ. καταχρώννυμαι
κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώννυμι «χρωματίζω»].
Russian (Dvoretsky)
καταχρώννῡμι: окрашивать, пачкать: κατα δ᾽ αἰθάλου κηλῖδ᾽ κέχρωσαι (Τροία) Eur. копотью покрылась Троя.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χρώννυμι kleuren; overdr., met acc. v. h. inw. obj.: κατὰ δ’ αἰθάλου κηλῖδ’( α )... κέχρωσαι jij bent zwart van de rookvlekken Eur. Hec. 911 (tmesis, lyr.).