κερκέτης: Difference between revisions
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kerketis | |Transliteration C=kerketis | ||
|Beta Code=kerke/ths | |Beta Code=kerke/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, [[weight used to steady a ship under sail]], Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span> 118, Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:38, 24 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, weight used to steady a ship under sail, Paus.Gr.Fr. 118, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1424] ὁ, der kleine Anker od. das kleine Steuer, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κερκέτης: -ου, ὁ, βάρος χρησιμεῦον ὅπως κρατῇ ἰσόρροπον τὸ πλοῖον κατὰ τὸν πλοῦν, «ὅτι ὁ δελφὶς ὁ καλούμενος κερκέτης ἔστι μηχάνημα σιδηροῦν ὃ ἐξαρτᾶται τῆς νεὼς ὅταν ᾖ ἄνεμος πρὸς τὸ ἀντέχειν» Παυσ. παρ’ Εὐσταθ. 1221. 28· ― καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ μικρὸν πηδάλιον. ἀπὸ τῶν εὑρόντων».
Greek Monolingual
ο (Α κερκέτης)
νεοελλ.
ναυτ.) είδος μικρής άστυπης άγκυρας με τρεις όνυχες που χρησιμοποιείται συνήθως σε λέμβους, για αγκυροβολία ή και για ανάσυρση αντικειμένων από τον βυθό
αρχ.
1. βάρος που κρεμούσαν στην προσήνεμη πλευρά του πλοίου, όταν φυσούσε σφοδρός άνεμος, για να μετριάζεται η κλίση του πλοίου
2. μικρό πηδάλιο, από την ονομ. του ινδικού φύλου τών Κερκιτών, οι οποίοι το επινόησαν και το χρησιμοποιούσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κέρκος.