κοραλλιοπλάστης: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korallioplastis | |Transliteration C=korallioplastis | ||
|Beta Code=koralliopla/sths | |Beta Code=koralliopla/sths | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, [[one who makes images of coral]], <span class="title">CIG</span>3408 (Magn. Sip.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 02:05, 24 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who makes images of coral, CIG3408 (Magn. Sip.).
Greek (Liddell-Scott)
κοραλλιοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀγάλματα ἐκ κοραλλίου, Σικελ. Ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3408.
Greek Monolingual
κοραλλιοπλάστης, ὁ (Α)
επιγρ.
1. αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια
2. (κατ' άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, ζαχαροπλάστης. Κατ' άλλη άποψη, το α’ συνθετικό κορ-άλλιον είναι υποκορ. του κόρη (πρβλ. ξυστ-άλλιον, υποκορ. του ξῦστρον) ομώνυμο του κοράλλιον «κοράλλι», που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όνομα].