ἄππα: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=appa | |Transliteration C=appa | ||
|Beta Code=a)/ppa | |Beta Code=a)/ppa | ||
|Definition= | |Definition== [[πάππα]], [[ἄττα]] (Maced., acc. to <span class="bibl"><span class="title">EM</span>167.32</span>), <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>6</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>714.15</span>, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:21, 24 August 2022
English (LSJ)
= πάππα, ἄττα (Maced., acc. to EM167.32), Call.Dian.6, BGU714.15, al.
German (Pape)
[Seite 337] Väterchen, Callim. Dian. 6, vgl. ἄττα.
French (Bailly abrégé)
indécl.
c. ἀπφά.
Spanish (DGE)
v. ἄπα.
Greek Monolingual
ἄππα (Α)
(προσαγόρευση στον πατέρα) πατερούλη, παππάκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. πάππα, άττα, άπφα, απφύς). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. άππας «τροφεύς», ο οποίος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει κάποιον ιερέα του Διονύσου, ενώ σε πολλούς παπύρους αναφέρεται σε Κρητικό ιερέα. Η λ. είναι πιθ. διαλεκτική (μακεδόνικη) και συνδέεται με το τοχαρικό appakke «πατέρας»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: father (Call.)
Derivatives: ἄππας title of a priest (Magnesia, Lydien); christan priest; = τροφεύς H.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Acc. to EM 167, 32 Macedonian; doubtful. Hypocoristic elementary word, cf. πάππα, ἄττα, ἄπφα. - Cf. Toch. B appa-kke father.
Frisk Etymology German
ἄππα: {áppa}
Meaning: Vater (Kall., Pap., nach EM 167, 32 makedonisch).
Etymology: Hypokoristisches Lallwort, vgl. πάππα, ἄττα, ἄπφα. — "Grammatikalisierte" Form ἄππας Titel eines Priesterbeamten (Magnesia, Lydien) = τροφεύς H. Vgl. toch. B appa-kke Vater.
Page 1,126