μαγειρείο: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(23)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μαγειρειό και [[μαγερειό]], το (AM μαγειρεῑον, Α και μαγιρῑον και [[μαγιρέον]], Μ και μαγειρειόν και μαγερεῑον) [[μαγειρεύω]]<br />ο [[χώρος]], το [[δωμάτιο]] όπου παρασκευάζονται τα φαγητά, η [[κουζίνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάστημα]] στο οποίο μαγειρεύονται και πωλούνται φαγητά, λαϊκό [[εστιατόριο]]<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> ενιαία [[μαγειρική]] [[συσκευή]] που συνδυάζει επίπεδες εστίες - μάτια - και κλίβανο - φούρνο - ο [[χειρισμός]] τών οποίων επιτυγχάνεται με όργανα τοποθετημένα [[μεταξύ]] τους<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> [[φορητός]] [[κλίβανος]] που μετακινούνταν με όχημα για να εφοδιάζει τους στρατιώτες με ζεστό [[φαγητό]] [[κατά]] τη μετακίνησή τους και το οποίο [[μετά]] τον Β' παγκόσμιο πόλεμο αντικαταστάθηκε από αυτοκινούμενα οχήματα [[πάνω]] στα οποία υπάρχουν πλήρεις εγκαταστάσεις μαγειρείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρεοπωλείο]] και [[αρτοποιείο]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μαγειρεῑα</i><br />[[συνοικία]] τών μαγείρων στην Αθήνα, [[τόπος]] στον οποίο μίσθωναν μαγείρους.
|mltxt=και μαγειρειό και [[μαγερειό]], το (AM μαγειρεῖον, Α και μαγιρῑον και [[μαγιρέον]], Μ και μαγειρειόν και μαγερεῖον) [[μαγειρεύω]]<br />ο [[χώρος]], το [[δωμάτιο]] όπου παρασκευάζονται τα φαγητά, η [[κουζίνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάστημα]] στο οποίο μαγειρεύονται και πωλούνται φαγητά, λαϊκό [[εστιατόριο]]<br /><b>2.</b> <b>τεχνολ.</b> ενιαία [[μαγειρική]] [[συσκευή]] που συνδυάζει επίπεδες εστίες - μάτια - και κλίβανο - φούρνο - ο [[χειρισμός]] τών οποίων επιτυγχάνεται με όργανα τοποθετημένα [[μεταξύ]] τους<br /><b>3.</b> <b>στρ.</b> [[φορητός]] [[κλίβανος]] που μετακινούνταν με όχημα για να εφοδιάζει τους στρατιώτες με ζεστό [[φαγητό]] [[κατά]] τη μετακίνησή τους και το οποίο [[μετά]] τον Β' παγκόσμιο πόλεμο αντικαταστάθηκε από αυτοκινούμενα οχήματα [[πάνω]] στα οποία υπάρχουν πλήρεις εγκαταστάσεις μαγειρείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρεοπωλείο]] και [[αρτοποιείο]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ μαγειρεῑα</i><br />[[συνοικία]] τών μαγείρων στην Αθήνα, [[τόπος]] στον οποίο μίσθωναν μαγείρους.
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

και μαγειρειό και μαγερειό, το (AM μαγειρεῖον, Α και μαγιρῑον και μαγιρέον, Μ και μαγειρειόν και μαγερεῖον) μαγειρεύω
ο χώρος, το δωμάτιο όπου παρασκευάζονται τα φαγητά, η κουζίνα
νεοελλ.
1. κατάστημα στο οποίο μαγειρεύονται και πωλούνται φαγητά, λαϊκό εστιατόριο
2. τεχνολ. ενιαία μαγειρική συσκευή που συνδυάζει επίπεδες εστίες - μάτια - και κλίβανο - φούρνο - ο χειρισμός τών οποίων επιτυγχάνεται με όργανα τοποθετημένα μεταξύ τους
3. στρ. φορητός κλίβανος που μετακινούνταν με όχημα για να εφοδιάζει τους στρατιώτες με ζεστό φαγητό κατά τη μετακίνησή τους και το οποίο μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο αντικαταστάθηκε από αυτοκινούμενα οχήματα πάνω στα οποία υπάρχουν πλήρεις εγκαταστάσεις μαγειρείου
αρχ.
1. κρεοπωλείο και αρτοποιείο μαζί
2. στον πληθ. τὰ μαγειρεῑα
συνοικία τών μαγείρων στην Αθήνα, τόπος στον οποίο μίσθωναν μαγείρους.