ὑπερούσιος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoysios | |Transliteration C=yperoysios | ||
|Beta Code=u(perou/sios | |Beta Code=u(perou/sios | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[above Being]], <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>1.8b</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>115</span>, <span class="title">Theol. Plat.</span>3.21, <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Metaph.</span>5.34</span>. Adv. -ίως <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>118</span>,<span class="bibl">145</span>, <span class="bibl">Eustr.<span class="title">in EN</span>40.7</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:06, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, above Being, Them.Or.1.8b, Procl.Inst.115, Theol. Plat.3.21, Syrian. in Metaph.5.34. Adv. -ίως Procl.Inst.118,145, Eustr.in EN40.7.
German (Pape)
[Seite 1200] übersubstantiell, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερούσιος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὴν οὐσίαν ὤν, Πρόκλ. Παρμεν. 630 (36)· τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 375, κλπ. - Ἐπίρρ. -ίως, αὐτόθι. ΙΙ. ὑπερπλούσιος, λίαν πλούσιος, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμ. 14, 68.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερούσιος, -ον, ΝΜΑ
εκκλ. (ως προσωνυμία του Θεού)
1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος
2. (κατ' επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.)
μσν.
1. πάμπλουτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερούσιον
η υπερουσιότητα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπερούσιος
ἀγαπητός, πεφιλημένος».
επίρρ...
ὑπερουσίως ΜΑ
με υπερούσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ουσιος (< οὐσία), πρβλ. περι-ούσιος].