πολύαγρος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πολῠ́αγρος | ||
|Medium diacritics=πολύαγρος | |Medium diacritics=πολύαγρος | ||
|Low diacritics=πολύαγρος | |Low diacritics=πολύαγρος |
Revision as of 09:15, 31 August 2022
English (LSJ)
ον, catching much game, AP6.184 (Zos., Comp.).
German (Pape)
[Seite 659] auf der Jagd viel fangend, πολυαγρότερον αὐτὸν θές Zosim. 2 (VI, 184).
Greek (Liddell-Scott)
πολύαγρος: -ον, (ἄγρα) ὁ συλλαμβάνων πολλὴν ἄγραν, Ἀνθ. Π. 6. 184.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend beaucoup de gibier.
Étymologie: πολύς, ἄγρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που συλλαμβάνει πολλά θηράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. εύ-αγρος, πάν-αγρος].
Greek Monotonic
πολύαγρος: -ον (ἄγρα), αυτός που συλλαμβάνει πολλά θηράματα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολύαγρος: ловящий много дичи: τινὰ πολυαγρότερον θεῖναι Anth. ниспослать кому-л. побольше удачи в охоте.