διαμόρφωσις: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "[['" to "'[[") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαμόρφωσις:''' εως ἡ образование, формирование (τῆς ὕλης Plut.). | |elrutext='''διαμόρφωσις:''' εως ἡ [[образование]], [[формирование]] (τῆς ὕλης Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 2 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A forming, shaping, τῆς ὕλης Plu.2.1023c; ἐμβρύων Ath.Med. ap. Orib.22.9.1. II gesture, 'business', in acting, Demetr.Eloc.195.
German (Pape)
[Seite 590] ἡ, Gestaltung, καὶ διατύπωσις ἀνδρείκελος Plut. Alex. 72, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαμόρφωσις: -εως, ἡ, μόρφωσις, σχηματισμός, πλάσις, Πλούτ. 2. 1023C· - τὸ ὕφος, χαρακτὴρ ῥητορείας, Δημήτρ. Φαλ. 199.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de façonner.
Étymologie: διαμορφόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 configuración τῶν ἐμβρύων Ath.Med. en Orib.Inc.16.1, τῆς ὕλης Plu.2.1023c, 1031a, τῶν αἰσθητῶν Procl.in Ti.2.281, cf. in Euc.148.3, διατύπωσις ... καὶ δ. Plu.Alex.72.
2 ademán, gesto en la escena δ. πρὸς τὸν ὑποκριτὴν πεποιημένη Demetr.Eloc.195.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμόρφωσις -εως, ἡ [διαμορφόω] omvorming.
Russian (Dvoretsky)
διαμόρφωσις: εως ἡ образование, формирование (τῆς ὕλης Plut.).