ἀργικέραυνος: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ἀργῐκέραυνος | |sltr=<b>ἀργῐκέραυνος</b> of the [[flashing]] [[thunderbolt]] — Διὸς ἀργικεραύνου (O. 8.3) | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:45, 3 September 2022
English (LSJ)
ον, with bright, vivid lightning, epithet of Zeus, Il.19.121, al., Orph.Fr.21a, 168, Pi.O.8.3, Cleanth. Stoic,1.122.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργικέραυνος: -ον, ὁ ῥίπτων ἀπαστράπτοντας κεραυνούς, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἰλ. Π. 121, κ. ἀλλ., Πινδ. Ο. 8. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la foudre éclatante de blancheur.
Étymologie: ἀργός¹, κεραυνός.
English (Autenrieth)
god of the dazzling bolt, epithet of Zeus. (Il.)
English (Slater)
ἀργῐκέραυνος of the flashing thunderbolt — Διὸς ἀργικεραύνου (O. 8.3)
Spanish (DGE)
-ον
de luz muy viva, fulgurante epít. de Zeus Il.19.121, 20.16, 22.178, B.5.58, Pi.O.8.3, Orph.Fr.21a, Cleanth.Fr.Poet.1.32, Nonn.D.10.85, Q.S.2.442, Tz.Alleg.Il.20.23.
Greek Monolingual
ἀργικέραυνος, -ον (Α)
(επίθετο του Δία) αυτός που ρίχνει κεραυνούς που αστράφτουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -κεραυνος < κεραυνός(πρβλ. εγχεικέραυνος, τερπικέραυνος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀργικέραυνος: ὁ, αυτός που ρίχνει αστραφτερούς κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῐκέραυνος: мечущий яркие молнии (эпитет Зевса) Hom., Pind.