ὀρσινεφής: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὀρσινεφής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[who]] rouses the clouds ὀρσινεφὴς [[Ζεύς]] (N. 5.34)
|sltr=[[ὀρσινεφής]] [[who]] rouses the clouds ὀρσινεφὴς [[Ζεύς]] (N. 5.34)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:55, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρσινεφής Medium diacritics: ὀρσινεφής Low diacritics: ορσινεφής Capitals: ΟΡΣΙΝΕΦΗΣ
Transliteration A: orsinephḗs Transliteration B: orsinephēs Transliteration C: orsinefis Beta Code: o)rsinefh/s

English (LSJ)

ές, cloud-raising, Id.N.5.34.

German (Pape)

[Seite 387] ές, Wolken erregend, Ζεύς, Pind. N. 5, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσῐνεφής: -ές, ὁ διεγείρων τὰ νέφη, τὸ τοῦ Ὁμήρου νεφεληγερέτα, Πινδ. Ν. 5. 62. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν τόμ. Α΄, σ. 784.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui soulève ou pousse les nuages.
Étymologie: ὄρνυμι, νέφος.

English (Slater)

ὀρσινεφής who rouses the clouds ὀρσινεφὴς Ζεύς (N. 5.34)

Greek Monolingual

ὀρσινεφής, -ές (ΑΜ)
αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + -νεφής (< νέφος), πρβλ. υψι-νεφής].

Greek Monotonic

ὀρσῐνεφής: -ές (νέφος), αυτός που σηκώνει τα σύννεφα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρσῐνεφής: нагоняющий тучи (Ζεύς Pind.).

Middle Liddell

ὀρσῐ-νεφής, ές νέφος
cloud-raising, Pind.