κοσμοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr l’univers.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[φθείρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr l'univers.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[φθείρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοφθόρος Medium diacritics: κοσμοφθόρος Low diacritics: κοσμοφθόρος Capitals: ΚΟΣΜΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: kosmophthóros Transliteration B: kosmophthoros Transliteration C: kosmofthoros Beta Code: kosmofqo/ros

English (LSJ)

ον, destroying the world, AP11.270.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὸν κόσμον, Ἀνθ. Π. 11. 270.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr l'univers.
Étymologie: κόσμος, φθείρω.

Greek Monolingual

κοσμοφθόρος, -ον (ΑM)
αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» — τον λέοντα [της Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.

Greek Monotonic

κοσμοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοφθόρος:разрушитель мира (βασιλεῦς Anth.).

Middle Liddell

κοσμο-φθόρος, ον φθείρω
destroying the world, Anth.