φάγρος: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fagros | |Transliteration C=fagros | ||
|Beta Code=fa/gros | |Beta Code=fa/gros | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sea-bream]] or [[braize]], [[Pagrus vulgaris]], Hp.[[lnt]]. 1, <span class="bibl">Eup.38</span> (lyr.), <span class="bibl">Pl.Com.56.2</span>, <span class="bibl">Antiph.193</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>598a13</span>, <span class="bibl">601b30</span>, Speus. ap.<span class="bibl">Ath.7.327c</span>, Numen.ib.<span class="bibl">322f</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1095.18</span> (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in <span class="bibl">Str.17.2.4</span>; φάγωρος in Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Cret., [[whetstone]], Simm.27.</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sea-bream]] or [[braize]], [[Pagrus vulgaris]], Hp. [[lnt]]. 1, <span class="bibl">Eup.38</span> (lyr.), <span class="bibl">Pl.Com.56.2</span>, <span class="bibl">Antiph.193</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>598a13</span>, <span class="bibl">601b30</span>, Speus. ap.<span class="bibl">Ath.7.327c</span>, Numen.ib.<span class="bibl">322f</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1095.18</span> (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in <span class="bibl">Str.17.2.4</span>; φάγωρος in Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Cret., [[whetstone]], Simm.27.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:22, 21 September 2022
English (LSJ)
ὁ, A sea-bream or braize, Pagrus vulgaris, Hp. lnt. 1, Eup.38 (lyr.), Pl.Com.56.2, Antiph.193, Arist.HA598a13, 601b30, Speus. ap.Ath.7.327c, Numen.ib.322f, BGU1095.18 (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in Str.17.2.4; φάγωρος in Hsch. II Cret., whetstone, Simm.27.
German (Pape)
[Seite 1249] ὁ, ein Fisch, Antiphan. bei Ath. VII, 295 c u. öfter; bei den Kretern der Wetzstein, Simmias bei Ath. 327 f.
Greek (Liddell-Scott)
φάγρος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, κοινῶς «φαγρί», Εὔπολις ἐν «Ἀστρατεύτοις» 6, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Κλεοφῶντι» 1, Ἀντιφάνης ἐν «Προβατεῖ» 1, κλπ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3., 19, 5· «φάγρος. ἔστιν ὁ παρ’ ἡμῖν νῦν καλούμενος οὐδετέρως φαγρίον, παρὰ δὲ τοῖς πλείστοις καὶ διὰ διπλοῦ τοῦ γ φαγγρίον» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 105, λζϳ· ― φέρεται φαγρώριος παρὰ Στράβ. 823· φάγωρος παρ’ Ἡσυχίῳ. ΙΙ. ἐν τῇ Κρητικῇ διαλέκτῳ ἡ ἀκόνη. Σιμμίας παρ’ Ἀθην. 327F.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(κρητ. τ.) η ακόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. φάγρος μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. bark (για γεύση) «πικρός, δριμύς», αλλά και «βίαιος, οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. φαγρός με αναβιβασμό του τόνου. Η σύνδεση αυτή θεωρείται πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική άποψη και θα οδηγούσε στην αναγωγή τών δύο τ. στην ΙΕ ρίζα bhag- «αιχμηρός, οξύς» με επίθημα -το- (πρβλ. τάφ-ρος). Ωστόσο, το αρμεν. bark ανάγεται από άλλους μελετητές σε ΙΕ τ. bhorgw-os «απότομος, εχθρικός»].
(II)
ὁ, Α
είδος ψαριού, το φαγγρί, πάγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το όν. του ψαριού στη λ. φάγρος (Ι) «ακόνη», λόγω τών αιχμηρών δοντιών ή του σχήματος του ψαριού].
Russian (Dvoretsky)
φάγρος: ὁ фагр (колючеперая рыба) Arst.
Frisk Etymology German
φάγρος: 1.
{phágros}
Meaning: kret. Wort für ἀκόνη, Wetzstein, nach Simias bei Ath. 6, 327e (Fr. 27).
Etymology: Kann mit arm. bark herb, bitter, scharf vom Geschmack, heftig, zornig, wenn aus idg. *bhag-ro-, formal, letzten Endes auch semantisch ("schärfend, der Schärfer" mit substantivierender Barytonese) identisch sein (Lidén Armen. Stud. 57 ff.). — Andere, gewiß nicht vorzuziehende Erklärungen von arm. bark bei WP. 2, 188, Pok. 163. Vgl. φοξός.
Page 2,980
2.
{phágros}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Fisches, viell. Seebrassen, Pagrus vulgaris (Hp., Kom., Arist. usw.);
Derivative: Nebenformen φάγωρος (aus *φάγρ- dissim.? Fick KZ 43, 151)· ἰχθῦς ποιός H., φαγρώριος (Str.).
Etymology: Nach einer zögernden Vermutung von Lidén a. O. mit 1. φάγρος identisch (wegen der zugespitzten Körperform od. der scharfen Zähne?). Gemäß Isid. (s. Thompson Fishes s.v. m. ausführl. Behandlung) wurde der Fisch von den Griechen fagrus benannt, "quod duros dentes habeat, ita ut ostreis in rnari alatur". Vorgriech. Ursprung ist natürlich denkbar (s. Lit. bei W.-Hofmann s. pager; daselbst auch eine abzulehnende Anknüpfung an πηγός, πήγνυμι).
Page 2,980-981