τρίπολος: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[χωράφι]]) αυτός που οργώθηκε [[τρεις]] φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», <b>Θεόκρ.</b><br />β. πίειραν ἄρουραν, | |mltxt=-ον, Α<br />(για [[χωράφι]]) αυτός που οργώθηκε [[τρεις]] φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», <b>Θεόκρ.</b><br />β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῖαν, τρίπολον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:05, 27 September 2022
English (LSJ)
ον, thrice turned up, thrice ploughed, νειός Il.18.542, Od.5.127, Hes.Th.971; ἴκελον τὸ ξύμπαν τριπόλῳ νειῷ (τοιποδονίῳ codd.), of an elephant's skin, Aret. SD2.13.
German (Pape)
[Seite 1146] dreimal gewendet, gepflügt, dreimal zu pflügen, von sehr fruchtdarem Saatlande, das dreimal im Jahre trägt oder tragen kann; Il. 18, 542 Od. 5, 127; Hes. Th. 971.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπολος: -ον, ἐπὶ ἀρούρας, ἡ τρὶς ἀροθεῖσα, πίειραν ἄρουραν, εὐρεῖαν τρίπολον Ἰλ. Σ. 542, Ὀδ. Ε. 127· νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ Ἡσ. Θεογον. 971.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
labouré ou qu’on peut labourer trois fois ; très fertile.
Étymologie: τρίς, πολέω.
English (Autenrieth)
(πολέω): thrice turned, i. e. thrice ploughed.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για χωράφι) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», Θεόκρ.
β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῖαν, τρίπολον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόλος (< πέλομαι)].
Greek Monotonic
τρίπολος: -ον (πολέω), τρεις φορές οργωμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
τρίπολος: (ῐ) трижды вспахиваемый, т. е. весьма плодородный (ἄρουρα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίπολος -ον [τρι-, πολέω] drie keer omgeploegd.