συναίσθηση: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[συναίσθησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[συναισθάνομαι]]<br />η ενσυνείδητη [[γνώση]], το να έχει [[κανείς]] [[επίγνωση]] της κατάστασής του (α. «δεν έχει [[συναίσθηση]] του καθήκοντος» β. «τὴν αὑτοῦ βελτιουμένου συναίσθησιν», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «[[συναίσθησις]] τῆς αὐτοῦ ἀσθενείας», Αρρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[συμμετοχή]] στα συναισθήματα κάποιου άλλου, η [[συμπάθεια]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[συνεννόηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η από κοινού [[αντίληψη]] διά μέσου τών αισθήσεων<br /><b>2.</b> το [[αίσθημα]] που [[είναι]] επακόλουθο της αρρώστιας.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συναίσθησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[συναισθάνομαι]]<br />η ενσυνείδητη [[γνώση]], το να έχει [[κανείς]] [[επίγνωση]] της κατάστασής του (α. «δεν έχει [[συναίσθηση]] του καθήκοντος» β. «τὴν αὑτοῦ βελτιουμένου συναίσθησιν», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «[[συναίσθησις]] τῆς αὐτοῦ ἀσθενείας», Αρρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[συμμετοχή]] στα συναισθήματα κάποιου άλλου, η [[συμπάθεια]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[συνεννόηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η από κοινού [[αντίληψη]] διά μέσου τών αισθήσεων<br /><b>2.</b> το [[αίσθημα]] που [[είναι]] επακόλουθο της αρρώστιας.
|mltxt=η / [[συναίσθησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[συναισθάνομαι]]<br />η ενσυνείδητη [[γνώση]], το να έχει [[κανείς]] [[επίγνωση]] της κατάστασής του (α. «δεν έχει [[συναίσθηση]] του καθήκοντος» β. «τὴν αὑτοῦ βελτιουμένου συναίσθησιν», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «[[συναίσθησις]] τῆς αὐτοῦ ἀσθενείας», Αρρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[συμμετοχή]] στα συναισθήματα κάποιου άλλου, η [[συμπάθεια]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[συνεννόηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η από κοινού [[αντίληψη]] διά μέσου τών αισθήσεων<br /><b>2.</b> το [[αίσθημα]] που [[είναι]] επακόλουθο της αρρώστιας.
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 27 September 2022

Greek Monolingual

η / συναίσθησις, -ήσεως, ΝΜΑ συναισθάνομαι
η ενσυνείδητη γνώση, το να έχει κανείς επίγνωση της κατάστασής του (α. «δεν έχει συναίσθηση του καθήκοντος» β. «τὴν αὑτοῦ βελτιουμένου συναίσθησιν», Πλούτ.
γ. «συναίσθησις τῆς αὐτοῦ ἀσθενείας», Αρρ.)
μσν.
1. η συμμετοχή στα συναισθήματα κάποιου άλλου, η συμπάθεια
2. συμφωνία, συνεννόηση
αρχ.
1. η από κοινού αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων
2. το αίσθημα που είναι επακόλουθο της αρρώστιας.