δίγνωμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=di/gnwmos
|Beta Code=di/gnwmos
|Definition=ον, [[of two minds]], [[vacillating]], <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Epict.</span>p.134</span> D., <span class="bibl">Diogenian.4.32</span>.
|Definition=ον, [[of two minds]], [[vacillating]], <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Epict.</span>p.134</span> D., <span class="bibl">Diogenian.4.32</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indeciso]], [[irresoluto]] Simp.<i>in Epict</i>.68.19, Diogenian.1.4.32.<br /><b class="num">2</b> [[de doble opinión]], [[falso]] Heph.Astr.3.45.9, <i>Didasc.Patr</i>.80, ref. al principio fem. de las cosas, según los gnósticos, Iul.Gn. en Hippol.<i>Haer</i>.10.15.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίγνωμος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, [[ἀμφίβολος]], Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δισταγμός]], τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, [[προσποίησις]], [[ἀστάθεια]], Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143.
|lstext='''δίγνωμος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, [[ἀμφίβολος]], Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, [[ἀμφιβολία]], [[δισταγμός]], τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, [[προσποίησις]], [[ἀστάθεια]], Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indeciso]], [[irresoluto]] Simp.<i>in Epict</i>.68.19, Diogenian.1.4.32.<br /><b class="num">2</b> [[de doble opinión]], [[falso]] Heph.Astr.3.45.9, <i>Didasc.Patr</i>.80, ref. al principio fem. de las cosas, según los gnósticos, Iul.Gn. en Hippol.<i>Haer</i>.10.15.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br />αυτός που έχει δύο γνώμες [[πάνω]] στο ίδιο [[ζήτημα]], [[αμφίβολος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διπρόσωπος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίγνωμο</i><br />[[αστάθεια]].
|mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br />αυτός που έχει δύο γνώμες [[πάνω]] στο ίδιο [[ζήτημα]], [[αμφίβολος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διπρόσωπος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίγνωμο</i><br />[[αστάθεια]].
}}
}}

Revision as of 10:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγνωμος Medium diacritics: δίγνωμος Low diacritics: δίγνωμος Capitals: ΔΙΓΝΩΜΟΣ
Transliteration A: dígnōmos Transliteration B: dignōmos Transliteration C: dignomos Beta Code: di/gnwmos

English (LSJ)

ον, of two minds, vacillating, Simp.in Epict.p.134 D., Diogenian.4.32.

Spanish (DGE)

-ον
1 indeciso, irresoluto Simp.in Epict.68.19, Diogenian.1.4.32.
2 de doble opinión, falso Heph.Astr.3.45.9, Didasc.Patr.80, ref. al principio fem. de las cosas, según los gnósticos, Iul.Gn. en Hippol.Haer.10.15.2.

German (Pape)

[Seite 615] zweifelhaft, Simplic.

Greek (Liddell-Scott)

δίγνωμος: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, ἀμφίβολος, Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, ἀμφιβολία, δισταγμός, τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, προσποίησις, ἀστάθεια, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM -ος, -ον)
αυτός που έχει δύο γνώμες πάνω στο ίδιο ζήτημα, αμφίβολος
μσν.
1. διπρόσωπος, δόλιος
2. το ουδ. ως ουσ. το δίγνωμο
αστάθεια.