βόλιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=bo/litos
|Beta Code=bo/litos
|Definition= ([[βόλιτος]], ὁ, [[βόλιτον]], τό, acc. to Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>295</span>:—also [[βόλβιθος]], ὁ, <span class="title">PMag.Par.</span>1.1439), [[cow dung]], [[cow pat]], [[cow pie]], [[cow manure]], mostly in plural, <span class="bibl">Cratin.39</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1026</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>658</span>: [[proverb|prov.]], [[βολίτου δίκη]] = [[vexatious action]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span> 658</span>.
|Definition= ([[βόλιτος]], ὁ, [[βόλιτον]], τό, acc. to Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>295</span>:—also [[βόλβιθος]], ὁ, <span class="title">PMag.Par.</span>1.1439), [[cow dung]], [[cow pat]], [[cow pie]], [[cow manure]], mostly in plural, <span class="bibl">Cratin.39</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1026</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>658</span>: [[proverb|prov.]], [[βολίτου δίκη]] = [[vexatious action]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span> 658</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=(βόλῐτον) -ου, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βόλιτος, ὁ Sch.Ar.<i>Ra</i>.294<br />[[boñiga]], [[estiércol de vaca]] gener. en plu., Sol.<i>Lg</i>.64a, Cratin.43, Ar.<i>Ach</i>.1026, <i>Eq</i>.658, usado como abono, Thphr.<i>HP</i> 2.4.2, cf. <i>CP</i> 5.6.11<br /><b class="num">•</b>[[proverb|prov.]] del que va a juicio por una nimiedad βολίτου [[δίκη]] juicio de mierda</i> Sch.Ar.<i>Eq</i>.658, Sud.β 367; cf. [[βόλβιτον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fiente de vache, bouse.<br />'''Étymologie:''' att. c. [[βόλβιτον]].
|btext=ου (τό) :<br />fiente de vache, bouse.<br />'''Étymologie:''' att. c. [[βόλβιτον]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(βόλῐτον) -ου, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βόλιτος, ὁ Sch.Ar.<i>Ra</i>.294<br />[[boñiga]], [[estiércol de vaca]] gener. en plu., Sol.<i>Lg</i>.64a, Cratin.43, Ar.<i>Ach</i>.1026, <i>Eq</i>.658, usado como abono, Thphr.<i>HP</i> 2.4.2, cf. <i>CP</i> 5.6.11<br /><b class="num">•</b>[[proverb|prov.]] del que va a juicio por una nimiedad βολίτου [[δίκη]] juicio de mierda</i> Sch.Ar.<i>Eq</i>.658, Sud.β 367; cf. [[βόλβιτον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόλιτος Medium diacritics: βόλιτος Low diacritics: βόλιτος Capitals: ΒΟΛΙΤΟΣ
Transliteration A: bólitos Transliteration B: bolitos Transliteration C: volitos Beta Code: bo/litos

English (LSJ)

(βόλιτος, ὁ, βόλιτον, τό, acc. to Sch.Ar.Ra.295:—also βόλβιθος, ὁ, PMag.Par.1.1439), cow dung, cow pat, cow pie, cow manure, mostly in plural, Cratin.39, Ar.Ach.1026, Eq.658: prov., βολίτου δίκη = vexatious action, Sch.Ar.Eq. 658.

Spanish (DGE)

(βόλῐτον) -ου, τό
• Alolema(s): βόλιτος, ὁ Sch.Ar.Ra.294
boñiga, estiércol de vaca gener. en plu., Sol.Lg.64a, Cratin.43, Ar.Ach.1026, Eq.658, usado como abono, Thphr.HP 2.4.2, cf. CP 5.6.11
prov. del que va a juicio por una nimiedad βολίτου δίκη juicio de mierda Sch.Ar.Eq.658, Sud.β 367; cf. βόλβιτον.

German (Pape)

[Seite 452] τό, Eustath. βόλιτος, ὁ, Schol. Ar. Ran. 295, Auswurf, Mist; Ach. 990 Equ. 656; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βόλῐτον: τό, ἤ βόλῐτος, ὁ κόπρος βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fiente de vache, bouse.
Étymologie: att. c. βόλβιτον.

Greek Monolingual

βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α)
1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών
2. φρ. «βολίτου δίκη» — δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα βόλβιτον, βόλβιτος (Θεόφρ., Διοσκ., Αρχιγένης). Πρόκειται για τύπους αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη άποψη, το βόλιτον, συσχετιζόμενο με τα βάλλω, βόλος, βολεών «κοπρώνας», αποτελεί τον αρχικό τ., το δε βόλβιτον οφείλεται σε παρασυσχετισμό με το βολβός χάριν αστειότητας ή ευφημισμού. Λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη κατά την οποία αρχικός τ. είναι το βόλβιτον < βολβός, το δε βόλιτον προήλθε με εξακολουθητική ανομοίωση από το βόλβιτον.
ΠΑΡ. αρχ. βολίταινα, βολίτινος.

Greek Monotonic

βόλῐτον: τὸ ή βόλῐτος, ὁ (βάλλω), κοπριά των βοδιών, συχνότερα απαντά στον πληθ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βόλῐτον: τό навоз Arph.

Frisk Etymological English

See also: s. βόλβιτον

Middle Liddell

βάλλω?]
cow-dung, mostly in plural, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βόλιτον -ου, τό en βόλιτος -ου, ὁ βόλος ?] koeienmest.