ἀκονιτί: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀκονιτεί]] <i>IO</i> 153.7 (V a.C.), D.19.77; [[ἀκονητί]] <i>EM</i> α 676, Theodos.Gr.<i>Sp</i>.75.27, lacon. [[ασσκονικτεί]] <i>CEG</i> 372 (Olimpia VI a.C.?)<br />adv. [[sin mancharse de polvo]] e.e. [[por abandono]] de la [[victoria]] en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀκονιτί <i>SIG</i> 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀκονιτὶ ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.<i>Ages</i>.6.3, cf. Philostr.<i>Gym</i>.11<br /><b class="num">•</b>gener. [[sin lucha]], [[sin esfuerzo]] τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτί D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.<i>BI</i> 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.<i>DMort</i>.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀκονιτὶ τρυφῶν Lib.<i>Decl</i>.29.6, ἀκονιτί· [[ἄνευ]] πόνου <i>EM</i> α 676, cf. Aristid.<i>Or</i>.1.107.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[κόνις]].
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀκονιτεί]] <i>IO</i> 153.7 (V a.C.), D.19.77; [[ἀκονητί]] <i>EM</i> α 676, Theodos.Gr.<i>Sp</i>.75.27, lacon. [[ἀσσκονικτεί]] <i>CEG</i> 372 (Olimpia VI a.C.?)<br />adv. [[sin mancharse de polvo]] e.e. [[por abandono]] de la [[victoria]] en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀκονιτί <i>SIG</i> 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀκονιτὶ ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.<i>Ages</i>.6.3, cf. Philostr.<i>Gym</i>.11<br /><b class="num">•</b>gener. [[sin lucha]], [[sin esfuerzo]] τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτί D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.<i>BI</i> 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.<i>DMort</i>.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀκονιτὶ τρυφῶν Lib.<i>Decl</i>.29.6, ἀκονιτί· [[ἄνευ]] πόνου <i>EM</i> α 676, cf. Aristid.<i>Or</i>.1.107.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[κόνις]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:42, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκονῑτί Medium diacritics: ἀκονιτί Low diacritics: ακονιτί Capitals: ΑΚΟΝΙΤΙ
Transliteration A: akonití Transliteration B: akoniti Transliteration C: akoniti Beta Code: a)koniti/

English (LSJ)

ἀκονιτί or ἀκονεί (SIG36B (Olympia, V. B.C.), D.19.77), Adv. of ἀκόνιτος, without the dust of the arena, i.e. without struggle, without effort, usually of the conqueror, Th.4.73, X.Ages.6.3; of the loser, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί D.18.200.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀκονιτεί IO 153.7 (V a.C.), D.19.77; ἀκονητί EM α 676, Theodos.Gr.Sp.75.27, lacon. ἀσσκονικτεί CEG 372 (Olimpia VI a.C.?)
adv. sin mancharse de polvo e.e. por abandono de la victoria en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀκονιτί SIG 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀκονιτὶ ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.Ages.6.3, cf. Philostr.Gym.11
gener. sin lucha, sin esfuerzo τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτί D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.BI 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.DMort.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀκονιτὶ τρυφῶν Lib.Decl.29.6, ἀκονιτί· ἄνευ πόνου EM α 676, cf. Aristid.Or.1.107.
• Etimología: Cf. κόνις.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans poussière ; sans combat, sans effort.
Étymologie: , κονίω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκονῑτί: adv. не поднимая пыли, т. е. без усилий, без всякого труда Thuc., Dem., Polyb.: ἀκονιτὶ νικᾶν Xen., Aeschin. одержать легкую победу.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκονῑτί: [τῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἀκόνιτος, ἄνευ τοῦ κονιορτοῦ τῆς κονίστρας, τ. ἔ. ἄνευ ἀγῶνος, χωρὶς κόπου ἢ προσπαθείας, Λατ. sine pulvere, ἐπὶ τοῦ νικῶντος, Θουκ. 4, 73, Ξεν. Ἀγησ. 6. 3· ἀλλά, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί, Δημ. 295. 7.

Greek Monolingual

ἀκονιτὶ και -τεὶ επίρρ. (Α) ἀκόνιτος
1. χωρίς τη σκόνη του στίβου
2. (ειδικά για τους νικητές αγώνων) χωρίς κόπο ή προσπάθεια.

Greek Monotonic

ἀκονῑτί: [τῑ], επίρρ. του ἀκόνιτος, χωρίς τον κονιορτό της κονίστρας, χωρίς την σκόνη της παλαίστρας, δηλ. χωρίς αγώνα, χωρίς κόπο, Λατ. sine pulvere, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

[adverb of ἀκόνιτος
without the dust of the arena, i. e. without a struggle, without effort, Lat. sine pulvere, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

without a struggle, without difficulty, without trouble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)