ἀκύλιστος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)ku/listos | |Beta Code=a)ku/listos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be rolled about]]: metaph., <b class="b3">κραδίη ἀ</b>. an [[undaunted]] heart, Timo <span class="bibl">16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of Protagoras, <b class="b3">οὐκ ἀ</b>. not [[without volubility]] or [[versatility]], <span class="bibl">Id.5</span>.</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be rolled about]]: metaph., <b class="b3">κραδίη ἀ</b>. an [[undaunted]] heart, Timo <span class="bibl">16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of Protagoras, <b class="b3">οὐκ ἀ</b>. not [[without volubility]] or [[versatility]], <span class="bibl">Id.5</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[inamovible]] κραδίη Timo <i>SHell</i>.790, de Protágoras, Timo <i>SHell</i>.779. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκύλιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ [[τῇδε]] κἀκεῖσαι: μεταφ. [[κραδίη]] ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ [[ἄνευ]] εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57. | |lstext='''ἀκύλιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ [[τῇδε]] κἀκεῖσαι: μεταφ. [[κραδίη]] ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ [[ἄνευ]] εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:44, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A not to be rolled about: metaph., κραδίη ἀ. an undaunted heart, Timo 16. II of Protagoras, οὐκ ἀ. not without volubility or versatility, Id.5.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
inamovible κραδίη Timo SHell.790, de Protágoras, Timo SHell.779.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύλιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ τῇδε κἀκεῖσαι: μεταφ. κραδίη ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ ἄνευ εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57.
Greek Monolingual
και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α ἀκύλητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά
νεοελλ.
αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου
αρχ.
φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + κυλιστός < ἐκύλισα, κυλίω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκύλιστος: (ῠ) досл. с трудом катящийся, перен. неповоротливый: οὐκ ἀ. Sext. бойкий.