ἀνθεκτέον: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nqekte/on | |Beta Code=a)nqekte/on | ||
|Definition=[[one must cleave to]], τούτου ἀ. τοῖς ἐπιμεληταῖς <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>424b</span>; ἀ. τῆς μέσης ἕξεως <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1126b9</span>: so in plural, ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης <span class="bibl">Th.1.93</span>. | |Definition=[[one must cleave to]], τούτου ἀ. τοῖς ἐπιμεληταῖς <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>424b</span>; ἀ. τῆς μέσης ἕξεως <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1126b9</span>: so in plural, ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης <span class="bibl">Th.1.93</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que cuidarse de]] c. gen. τούτου Pl.<i>R</i>.424b, τῆς θαλάσσης ... ἀνθεκτέα ἐστί hay que dedicarse a las cosas del mar</i> Th.1.93, δῆλον οὖν ὅτι τῆς μέσης ἕξεως [[ἀνθεκτέον]] es claro, entonces, que hay que atenerse a la disposición intermedia</i> del alma, Arist.<i>EN</i> 1126<sup>b</sup>9. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθεκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀντέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀντέχηταί τινος, τούτου [[ἀνθεκτέον]] τοῖς ἐπιμεληταῖς, εἰς τοῦτο πρέπει νὰ προσέχωσιν οἱ ἐπιμεληταί, Πλάτ. Πολ. 424B· τῆς [[μέσης]] ἕξεως [[ἀνθεκτέον]] Ἀριστ. Ἠ0. Ν. 4.11, 14· οὕτω κατὰ πληθ., ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 93. | |lstext='''ἀνθεκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀντέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀντέχηταί τινος, τούτου [[ἀνθεκτέον]] τοῖς ἐπιμεληταῖς, εἰς τοῦτο πρέπει νὰ προσέχωσιν οἱ ἐπιμεληταί, Πλάτ. Πολ. 424B· τῆς [[μέσης]] ἕξεως [[ἀνθεκτέον]] Ἀριστ. Ἠ0. Ν. 4.11, 14· οὕτω κατὰ πληθ., ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 93. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:15, 1 October 2022
English (LSJ)
one must cleave to, τούτου ἀ. τοῖς ἐπιμεληταῖς Pl.R.424b; ἀ. τῆς μέσης ἕξεως Arist.EN1126b9: so in plural, ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Th.1.93.
Spanish (DGE)
hay que cuidarse de c. gen. τούτου Pl.R.424b, τῆς θαλάσσης ... ἀνθεκτέα ἐστί hay que dedicarse a las cosas del mar Th.1.93, δῆλον οὖν ὅτι τῆς μέσης ἕξεως ἀνθεκτέον es claro, entonces, que hay que atenerse a la disposición intermedia del alma, Arist.EN 1126b9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀντέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀντέχηταί τινος, τούτου ἀνθεκτέον τοῖς ἐπιμεληταῖς, εἰς τοῦτο πρέπει νὰ προσέχωσιν οἱ ἐπιμεληταί, Πλάτ. Πολ. 424B· τῆς μέσης ἕξεως ἀνθεκτέον Ἀριστ. Ἠ0. Ν. 4.11, 14· οὕτω κατὰ πληθ., ἀνθεκτέα ἐστὶ τῆς θαλάσσης Θουκ. 1. 93.
Greek Monotonic
ἀνθεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀντ-έχω, αυτό που πρέπει να προσχωρηθεί, να προσκολληθεί σε, με γεν., σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. ἀνθεκτέα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθεκτέον: adj. verb. к ἀντέχω.