ἀνεπίγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nepi/gnwstos
|Beta Code=a)nepi/gnwstos
|Definition=ον, [[not distinctly known]], Herm. ap. Stob.1.41.44; τὸ ἀ. τῆς συμβολῆς <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>12.2.11</span>:—Act., [[not knowing distinctly]], τινός Simp.in de An.<span class="bibl">299.37</span>. Adv. -τως [[not noticeably]], <span class="bibl">Plb.18.18.16</span>.
|Definition=ον, [[not distinctly known]], Herm. ap. Stob.1.41.44; τὸ ἀ. τῆς συμβολῆς <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>12.2.11</span>:—Act., [[not knowing distinctly]], τινός Simp.in de An.<span class="bibl">299.37</span>. Adv. -τως [[not noticeably]], <span class="bibl">Plb.18.18.16</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no conocido]], [[desconocido]] πρὸς ἀνεπίγνωστον εἶναί με para que yo permanezca sin ser conocido</i>, <i>BGU</i> 1816.20 (I a.C.), cf. Herm.23.50<br /><b class="num">•</b>del Espíritu Santo ἀ. πάντως ἡ τοῦ Πνεύματος φύσις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.427.<br /><b class="num">II</b> c. gen.<br /><b class="num">1</b> [[que no conoce]], [[desconocedor de]] ἡ δὲ ἐπιθυμία ... χρόνου οὖσα [[ἀνεπίγνωστος]] Simp.<i>in de An</i>.299.37.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[la imposibilidad de conocer]] τῆς συμβολῆς I.<i>AI</i> 12.90.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως: γίγνεσθαι ἀ. [[no ser discernible]] τὸ [[διάστημα]] Plb.18.18.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίγνωστος''': -ον, ὁ μὴ σαφῶς γινωσκόμενος, [[μέχρι]] [[πότε]] τῆς ἀνεπιγνώστου ταύτης δεσπόσομεν ἡγεμονίας; [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 968. -Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 18. 1, 16.
|lstext='''ἀνεπίγνωστος''': -ον, ὁ μὴ σαφῶς γινωσκόμενος, [[μέχρι]] [[πότε]] τῆς ἀνεπιγνώστου ταύτης δεσπόσομεν ἡγεμονίας; [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 968. -Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 18. 1, 16.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no conocido]], [[desconocido]] πρὸς ἀνεπίγνωστον εἶναί με para que yo permanezca sin ser conocido</i>, <i>BGU</i> 1816.20 (I a.C.), cf. Herm.23.50<br /><b class="num">•</b>del Espíritu Santo ἀ. πάντως ἡ τοῦ Πνεύματος φύσις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.427.<br /><b class="num">II</b> c. gen.<br /><b class="num">1</b> [[que no conoce]], [[desconocedor de]] ἡ δὲ ἐπιθυμία ... χρόνου οὖσα [[ἀνεπίγνωστος]] Simp.<i>in de An</i>.299.37.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[la imposibilidad de conocer]] τῆς συμβολῆς I.<i>AI</i> 12.90.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως: γίγνεσθαι ἀ. [[no ser discernible]] τὸ [[διάστημα]] Plb.18.18.16.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπίγνωστος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[κατανοητός]], που βρίσκεται [[πέρα]] από τις γνωστικές μας ικανότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[επίγνωση]], [[συναίσθηση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτό που γίνεται [[χωρίς]] [[επίγνωση]], ασυναίσθητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν γνωρίζει με [[σαφήνεια]] [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπίγνωστος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[κατανοητός]], που βρίσκεται [[πέρα]] από τις γνωστικές μας ικανότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[επίγνωση]], [[συναίσθηση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτό που γίνεται [[χωρίς]] [[επίγνωση]], ασυναίσθητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν γνωρίζει με [[σαφήνεια]] [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 13:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίγνωστος Medium diacritics: ἀνεπίγνωστος Low diacritics: ανεπίγνωστος Capitals: ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: anepígnōstos Transliteration B: anepignōstos Transliteration C: anepignostos Beta Code: a)nepi/gnwstos

English (LSJ)

ον, not distinctly known, Herm. ap. Stob.1.41.44; τὸ ἀ. τῆς συμβολῆς J.AJ12.2.11:—Act., not knowing distinctly, τινός Simp.in de An.299.37. Adv. -τως not noticeably, Plb.18.18.16.

Spanish (DGE)

-ον
I no conocido, desconocido πρὸς ἀνεπίγνωστον εἶναί με para que yo permanezca sin ser conocido, BGU 1816.20 (I a.C.), cf. Herm.23.50
del Espíritu Santo ἀ. πάντως ἡ τοῦ Πνεύματος φύσις Gr.Nyss.Eun.1.427.
II c. gen.
1 que no conoce, desconocedor de ἡ δὲ ἐπιθυμία ... χρόνου οὖσα ἀνεπίγνωστος Simp.in de An.299.37.
2 subst. τὸ ἀ. la imposibilidad de conocer τῆς συμβολῆς I.AI 12.90.
III adv. -ως: γίγνεσθαι ἀ. no ser discernible τὸ διάστημα Plb.18.18.16.

German (Pape)

[Seite 224] nicht wahrgenommen, unmerklich, Pol. 18, 1, 16 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίγνωστος: -ον, ὁ μὴ σαφῶς γινωσκόμενος, μέχρι πότε τῆς ἀνεπιγνώστου ταύτης δεσπόσομεν ἡγεμονίας; Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 968. -Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 18. 1, 16.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεπίγνωστος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, που βρίσκεται πέρα από τις γνωστικές μας ικανότητες
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει επίγνωση, συναίσθηση για κάτι
2. αυτό που γίνεται χωρίς επίγνωση, ασυναίσθητα
αρχ.
εκείνος που δεν γνωρίζει με σαφήνεια κάτι.