ἐξάρθρωμα: Difference between revisions

From LSJ

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
(12)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ca/rqrwma
|Beta Code=e)ca/rqrwma
|Definition=ατος, τό,
|Definition=ατος, τό,
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[luxación]] Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.<i>in Hp.Fract</i>.53.25, cf. [[ἐξάρθρημα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάρθρωμα''': τό, -θρωσις, ἡ, = [[ἐξάρθρημα]], -θρησις, Ἱππ. παρὰ Γαληνῷ.
|lstext='''ἐξάρθρωμα''': τό, -θρωσις, ἡ, = [[ἐξάρθρημα]], -θρησις, Ἱππ. παρὰ Γαληνῷ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[luxación]] Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.<i>in Hp.Fract</i>.53.25, cf. [[ἐξάρθρημα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐξάρθρωμα]]) [[εξαρθρώ]]<br />[[μετατόπιση]] οστών που συνδέονται με [[άρθρωση]], το [[βγάλσιμο]] από την [[κλείδωση]].
|mltxt=το (Α [[ἐξάρθρωμα]]) [[εξαρθρώ]]<br />[[μετατόπιση]] οστών που συνδέονται με [[άρθρωση]], το [[βγάλσιμο]] από την [[κλείδωση]].
}}
}}

Revision as of 16:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρθρωμα Medium diacritics: ἐξάρθρωμα Low diacritics: εξάρθρωμα Capitals: ΕΞΑΡΘΡΩΜΑ
Transliteration A: exárthrōma Transliteration B: exarthrōma Transliteration C: eksarthroma Beta Code: e)ca/rqrwma

English (LSJ)

ατος, τό,

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación, luxación Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.in Hp.Fract.53.25, cf. ἐξάρθρημα.

German (Pape)

[Seite 872] τό, das Ausgerenkte, Verrenkung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρθρωμα: τό, -θρωσις, ἡ, = ἐξάρθρημα, -θρησις, Ἱππ. παρὰ Γαληνῷ.

Greek Monolingual

το (Α ἐξάρθρωμα) εξαρθρώ
μετατόπιση οστών που συνδέονται με άρθρωση, το βγάλσιμο από την κλείδωση.