εὐρύστομος: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] mit breitem Munde, weiter Oeffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; [[κλίβανος]] Strab. XVI, 754. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] mit breitem Munde, weiter Oeffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; [[κλίβανος]] Strab. XVI, 754. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à large bouche;<br /><b>2</b> à large ouverture.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[στόμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρύστομος''': -ον, ἔχων εὐρὺ [[στόμα]], Ἱππ. 609, 12, Ξεν. Ἱππ. 10. 10, κτλ. | |lstext='''εὐρύστομος''': -ον, ἔχων εὐρὺ [[στόμα]], Ἱππ. 609, 12, Ξεν. Ἱππ. 10. 10, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, widemouthed, μῆτραι Hp.Mul.1.48, cf. X.Eq.10.10, Ath.10.453a.
German (Pape)
[Seite 1095] mit breitem Munde, weiter Oeffnung, Hippocr.; Xen. Equ. 10, 10; von Menschen, bei Ath. X, 453 a; κλίβανος Strab. XVI, 754.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à large bouche;
2 à large ouverture.
Étymologie: εὐρύς, στόμα.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύστομος: -ον, ἔχων εὐρὺ στόμα, Ἱππ. 609, 12, Ξεν. Ἱππ. 10. 10, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐρύστομος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο
νεοελλ.
1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο
2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος
γένος κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας coraciidae
μσν.-αρχ.
αυτός που μιλάει ασυλλόγιστα και ανεξέλεγκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, ελευθερό-στομος].
Greek Monotonic
εὐρύστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει μεγάλο στόμα ή στόμιο, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρύστομος: досл. широкоротый, перен. с широким отверстием или просветом (sc. δακτύλιοι Xen.).