δειλινός: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0537.png Seite 537]] nachmittäglich, abendlich, com. bei Schol. Soph. Ai. 255; Plut. u. a. Sp.; δειλινὸν ὡς κατέδαρθον Theocr. 21, 39. S. [[δειελινός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0537.png Seite 537]] nachmittäglich, abendlich, com. bei Schol. Soph. Ai. 255; Plut. u. a. Sp.; δειλινὸν ὡς κατέδαρθον Theocr. 21, 39. S. [[δειελινός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de l'après-midi, de la soirée, du soir ; <i>adv.</i> • τὸ δειλινόν le soir.<br />'''Étymologie:''' [[δείλη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δειλινός''': -ή, -όν, ([[δείλη]]) συνηρ. ἀντὶ [[δειελινός]], ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην, δ. ἤρξατο Κωμ. Ἀνών. 336, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 31· τό δ., ὡς ἐπίρρ., ὡς παρ’ ἡμῖν, πρὸς ἑσπέραν, ὁ αὐτ. Λεξιφ. 2. ΙΙ. τὸ δ. (ἐνν. [[δεῖπνον]]) τὸ πρὸς ἑσπέραν [[φαγητόν]], «δειλινό», Ἀθήν. 418Β.
|lstext='''δειλινός''': -ή, -όν, ([[δείλη]]) συνηρ. ἀντὶ [[δειελινός]], ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην, δ. ἤρξατο Κωμ. Ἀνών. 336, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 31· τό δ., ὡς ἐπίρρ., ὡς παρ’ ἡμῖν, πρὸς ἑσπέραν, ὁ αὐτ. Λεξιφ. 2. ΙΙ. τὸ δ. (ἐνν. [[δεῖπνον]]) τὸ πρὸς ἑσπέραν [[φαγητόν]], «δειλινό», Ἀθήν. 418Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de l'après-midi, de la soirée, du soir ; <i>adv.</i> • τὸ δειλινόν le soir.<br />'''Étymologie:''' [[δείλη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλινός Medium diacritics: δειλινός Low diacritics: δειλινός Capitals: ΔΕΙΛΙΝΟΣ
Transliteration A: deilinós Transliteration B: deilinos Transliteration C: deilinos Beta Code: deilino/s

English (LSJ)

ή, όν, (δείλη) A = δειελινός, in the afternoon, δ. ἤρξατο Com.Adesp.609, cf. Luc.Dem.Enc.31, Secund.Sent.4, BGU513.3 (ii A.D.); τὸ δ., as adverb, at even, LXX Ge.3.8, Luc.Lex.2; δ. ὁλοκαύτωμα LXX 1 Es.5.50; ὧραι Str.17.3.8; ἑσπέρα Ph.1.505 (s.v.l.); διατριβή Plu.2.70e. 2 western, κλίμα Str.9.2.41. II τὸ δ. (sc. δεῖπνον) evening meal, f.l. in Ath.10.418b (quoting Plb.20.6.6), cf. Ath.1.11e.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1vespertino, de la tarde ταῖς τε ὀρθριναῖς ὥραις καὶ ταῖς δειλιναῖς al amanecer y a la caída de la tarde Str.17.3.8, cf. SB 7529.5 (II/III d.C.), PVindob.Sijpesteijn 22ue.3 (V/VI d.C.), ὁλοκαύτωμα LXX 1Es.5.49, διατριβή Plu.2.70e, πνεύματα Luc.Dem.Enc.31, ἀπότασις Secund.Sent.4, σκιά Ephr.Syr.Ion.10
en uso pred. δειλινὸς γὰρ ἤρξατο Com.Adesp.869.
2 occidental, de poniente κλίμα Str.9.2.41.
II subst. τὸ δ.
1 la tarde ἕως οὗ παρῆλθεν τὸ δ. LXX 3Re.18.29, τὸ δ. τοῦ ἑωθινοῦ ψυχρότερον Str.9.2.41, tb. ἡ δ. Sch.Od.17.606.
2 la comida de la tarde, la merienda-cena τῆς δὲ τετάρτης τροφῆς ... ὃ καλοῦσι τινες δειλινόν Ath.11e.
III como adv. por la tarde ac. neutr. δειλινόν Men.Con.7, SB 13220.3 (I d.C.), tb. τὸ δ.: περιπατοῦντος ... τὸ δ. LXX Ge.3.8, τὸ γὰρ πρωϊνὸν θερίζομεν καὶ τὸ δ. βοτανίζομεν PCair.Zen.207.37 (III a.C.), τὸ δ. περιδινησόμεθα Luc.Lex.2, αὐτὰς ... ἀπάγων τὸ δ. Longus 4.4.3
gen. δειλινῆς op. πρωΐpor la mañana’, Ph.1.497, 501, BGU 513.3 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 537] nachmittäglich, abendlich, com. bei Schol. Soph. Ai. 255; Plut. u. a. Sp.; δειλινὸν ὡς κατέδαρθον Theocr. 21, 39. S. δειελινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l'après-midi, de la soirée, du soir ; adv. • τὸ δειλινόν le soir.
Étymologie: δείλη.

Greek (Liddell-Scott)

δειλινός: -ή, -όν, (δείλη) συνηρ. ἀντὶ δειελινός, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην, δ. ἤρξατο Κωμ. Ἀνών. 336, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 31· τό δ., ὡς ἐπίρρ., ὡς παρ’ ἡμῖν, πρὸς ἑσπέραν, ὁ αὐτ. Λεξιφ. 2. ΙΙ. τὸ δ. (ἐνν. δεῖπνον) τὸ πρὸς ἑσπέραν φαγητόν, «δειλινό», Ἀθήν. 418Β.

Greek Monotonic

δειλινός: -ή, -όν (δείλη), συνηρ. αντί δειελινός, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειλινός -ή -όν [δείλη] in de namiddag; n. adv.: τὸ δειλινὸν περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ’s middags zullen we in het Lyceum rondlopen Luc. 46.2.

Russian (Dvoretsky)

δειλινός: (пред)вечерний (διατριβή Plut.; πνεύματα Luc.).

Middle Liddell

[contr. for δειελινός, Luc.] δείλη