εὐανάγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1056.png Seite 1056]] leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1056.png Seite 1056]] leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à lire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀναγιγνώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐανάγνωστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐκολοανάγνωστος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6.
|lstext='''εὐανάγνωστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐκολοανάγνωστος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à lire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀναγιγνώσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:09, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανάγνωστος Medium diacritics: εὐανάγνωστος Low diacritics: ευανάγνωστος Capitals: ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: euanágnōstos Transliteration B: euanagnōstos Transliteration C: evanagnostos Beta Code: eu)ana/gnwstos

English (LSJ)

ον, easy to read aloud, Arist.Rh.1407b11, Phld. Rh.1.199 S.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à lire.
Étymologie: εὖ, ἀναγιγνώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανάγνωστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐκολοανάγνωστος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐανάγνωστος, -ον)
αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν)
η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου.
επίρρ...
ευαναγνώστως και ευανάγνωστα
με ευανάγνωστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-γνωστος (< ανα-γιγνώσκω), πρβλ. δυσ-ανάγνωστος].

Russian (Dvoretsky)

εὐανάγνωστος: легко читающийся, удобочитаемый (τὸ γεγραμμένον Arst.).