αὐθαδίζομαι: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐθαδειάζομαι]] S.E.<i>P</i>.1.237, Lib.<i>Decl</i>.15.47; αὐθαδιάζομαι Polem.<i>Call</i>.24, Gr.Naz.M.35.580C<br /><b class="num">1</b> abs. [[ser arrogante]] οὐκ αὐθαδιζόμενος sin arrogancia por mi parte</i> Pl.<i>Ap</i>.34d, cf. M.Ant.4.32, Them.<i>Or</i>.29.346b, 34.467d, Lib.l.c., Agath.3.6.3, αὐθαδίζεσθαι λέγε, μὴ ἀναιδεύεσθαι Phryn.44.<br /><b class="num">2</b> [[osar]], [[atreverse a]] c. ac. int. νεώτερος ὢν ταῦτα ηὐθαδιάσατο Polem.l.c., c. inf. πότερον καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη (ἡ μέθοδος) (el método) que se atreve a afirmar si son causas aprehensibles o no aprehensibles</i> S.E.l.c., αὐθαδιζόμενος ... κρίσεις τὰς ἐσομένας ἐρρύθμιζεν Procop.<i>Arc</i>.14.5<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. φιλεῖ ... τὰ γενναῖα φρονήματα πρὸς τὸ βίᾳ κρατοῦν αὐθαδιάζεσθαι Gr.Naz.l.c. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐθαδειάζομαι]] S.E.<i>P</i>.1.237, Lib.<i>Decl</i>.15.47; αὐθαδιάζομαι Polem.<i>Call</i>.24, Gr.Naz.M.35.580C<br /><b class="num">1</b> abs. [[ser arrogante]] οὐκ αὐθαδιζόμενος sin arrogancia por mi parte</i> Pl.<i>Ap</i>.34d, cf. M.Ant.4.32, Them.<i>Or</i>.29.346b, 34.467d, Lib.l.c., Agath.3.6.3, αὐθαδίζεσθαι λέγε, μὴ ἀναιδεύεσθαι Phryn.44.<br /><b class="num">2</b> [[osar]], [[atreverse a]] c. ac. int. νεώτερος ὢν ταῦτα ηὐθαδιάσατο Polem.l.c., c. inf. πότερον καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη (ἡ μέθοδος) (el método) que se atreve a afirmar si son causas aprehensibles o no aprehensibles</i> S.E.l.c., αὐθαδιζόμενος ... κρίσεις τὰς ἐσομένας ἐρρύθμιζεν Procop.<i>Arc</i>.14.5<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. φιλεῖ ... τὰ γενναῖα φρονήματα πρὸς τὸ βίᾳ κρατοῦν αὐθαδιάζεσθαι Gr.Naz.l.c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être présomptueux <i>ou</i> arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐθάδης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐθᾱδίζομαι''': ἀποθ., φέρομαι αὐθαδῶς, θρασέως, ὑπερηφάνως, οὐκ αὐθαδιζόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 34D· ἀόρ. -ισάμενος Θεμίστ. σ. 467. 23 Δινδ.: Ἐνεργ. παρὰ Γρηρ. Ναζ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 66. | |lstext='''αὐθᾱδίζομαι''': ἀποθ., φέρομαι αὐθαδῶς, θρασέως, ὑπερηφάνως, οὐκ αὐθαδιζόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 34D· ἀόρ. -ισάμενος Θεμίστ. σ. 467. 23 Δινδ.: Ἐνεργ. παρὰ Γρηρ. Ναζ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 66. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 1 October 2022
English (LSJ)
aor. -ισάμενος Them.Or.34 P.467 D.:—to be self-willed, οὐκ αὐθαδιζόμενος Pl.Ap.34d; to be puffed up, arrogant, Them. Or.29.346b.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αὐθαδειάζομαι S.E.P.1.237, Lib.Decl.15.47; αὐθαδιάζομαι Polem.Call.24, Gr.Naz.M.35.580C
1 abs. ser arrogante οὐκ αὐθαδιζόμενος sin arrogancia por mi parte Pl.Ap.34d, cf. M.Ant.4.32, Them.Or.29.346b, 34.467d, Lib.l.c., Agath.3.6.3, αὐθαδίζεσθαι λέγε, μὴ ἀναιδεύεσθαι Phryn.44.
2 osar, atreverse a c. ac. int. νεώτερος ὢν ταῦτα ηὐθαδιάσατο Polem.l.c., c. inf. πότερον καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη (ἡ μέθοδος) (el método) que se atreve a afirmar si son causas aprehensibles o no aprehensibles S.E.l.c., αὐθαδιζόμενος ... κρίσεις τὰς ἐσομένας ἐρρύθμιζεν Procop.Arc.14.5
•c. πρός y ac. φιλεῖ ... τὰ γενναῖα φρονήματα πρὸς τὸ βίᾳ κρατοῦν αὐθαδιάζεσθαι Gr.Naz.l.c.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être présomptueux ou arrogant.
Étymologie: αὐθάδης.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθᾱδίζομαι: ἀποθ., φέρομαι αὐθαδῶς, θρασέως, ὑπερηφάνως, οὐκ αὐθαδιζόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 34D· ἀόρ. -ισάμενος Θεμίστ. σ. 467. 23 Δινδ.: Ἐνεργ. παρὰ Γρηρ. Ναζ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 66.
Greek Monolingual
αὐθαδίζομαι (Α) αυθάδης
αυθαδιάζω.
Greek Monotonic
αὐθᾱδίζομαι: αποθ., είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
αὐθᾱδίζομαι: быть дерзким, самонадеянным Plat.