Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαψαίρω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> disperser d'un souffle;<br /><b>2</b> secouer, agiter <i>en parl. du vent</i>;<br /><b>3</b> gratter de ci de là, fouiller <i>en parl. d'oiseaux</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se disperser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψαίρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαψαίρω''': [[ἐκτρίβω]], [[παρασύρω]] διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. [[αὔρα]]) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -[[σκαλίζω]], ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., [[πτερυγίζω]] ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.
|lstext='''διαψαίρω''': [[ἐκτρίβω]], [[παρασύρω]] διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. [[αὔρα]]) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -[[σκαλίζω]], ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., [[πτερυγίζω]] ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> disperser d'un souffle;<br /><b>2</b> secouer, agiter <i>en parl. du vent</i>;<br /><b>3</b> gratter de ci de là, fouiller <i>en parl. d'oiseaux</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se disperser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψαίρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψαίρω Medium diacritics: διαψαίρω Low diacritics: διαψαίρω Capitals: ΔΙΑΨΑΙΡΩ
Transliteration A: diapsaírō Transliteration B: diapsairō Transliteration C: diapsairo Beta Code: diayai/rw

English (LSJ)

A brush away, blow away, θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Av.1717; διαψαίρουσα πέπλους (sc. αὔρα) Hermipp.6; cleanse, γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926; scratch through, of birds, Opp.H.2.115. II intr., flutter in the wind, Nic.Al.127.

Spanish (DGE)

I tr.
1 dispersar θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Au.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos Hermipp.5.
2 escarbar, limpiar γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.H.2.115.
II intr. dispersarse γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.Al.127.

German (Pape)

[Seite 614] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 disperser d'un souffle;
2 secouer, agiter en parl. du vent;
3 gratter de ci de là, fouiller en parl. d'oiseaux;
II. intr. se disperser.
Étymologie: διά, ψαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

διαψαίρω: ἐκτρίβω, παρασύρω διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. αὔρα) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -σκαλίζω, ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., πτερυγίζω ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.

Greek Monolingual

διαψαίρω (Α)
1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω
2. (για πουλιά) σκαλίζω
3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο
4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.).

Greek Monotonic

διαψαίρω: κυρίως στον ενεστ., εκτρίβω ή παρασύρω μακριά με φύσημα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαψαίρω: развеивать (πλεκτάνην καπνοῦ Arph.).

Middle Liddell


mostly in pres., to brush or blow away, Ar.