διχόμηνος: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0646.png Seite 646]] in der Mitte des Monats, d. h. zum Vollmond gehörig; H. h. 32, 11; [[σελήνη]], der Vollmond, Plut. u. A.; vgl. [[διχόμην]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0646.png Seite 646]] in der Mitte des Monats, d. h. zum Vollmond gehörig; H. h. 32, 11; [[σελήνη]], der Vollmond, Plut. u. A.; vgl. [[διχόμην]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />du milieu du mois : [[σελήνη]] [[διχόμηνος]] lune du milieu du mois, <i>càd</i> pleine lune.<br />'''Étymologie:''' [[δίχα]], [[μήν]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐχόμηνος''': -ον, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ μηνός, δηλ. κατὰ τὴν πανσέληνον ἢ εἰς τὴν πανσέληνον ἀνήκων, ἑσπερίη Ὕμν. Ὁμ. 32. 11· δ. [[σελήνη]] Πλούτ. Φλαμιν. 4· οὕτω [[διχόμηνος]], ἡ, Ἄρατ. 808· ― [[ὡσαύτως]] διχομηνία, ἡ, Ἑβδ. (Σειράχ 39. 15)· ἡ [[σελήνη]] συρόμενος, συρόμενος κατόπιν τῶν τροχῶν του δίφρου, Ἀνθ. Π. 7. 152. | |lstext='''δῐχόμηνος''': -ον, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ μηνός, δηλ. κατὰ τὴν πανσέληνον ἢ εἰς τὴν πανσέληνον ἀνήκων, ἑσπερίη Ὕμν. Ὁμ. 32. 11· δ. [[σελήνη]] Πλούτ. Φλαμιν. 4· οὕτω [[διχόμηνος]], ἡ, Ἄρατ. 808· ― [[ὡσαύτως]] διχομηνία, ἡ, Ἑβδ. (Σειράχ 39. 15)· ἡ [[σελήνη]] συρόμενος, συρόμενος κατόπιν τῶν τροχῶν του δίφρου, Ἀνθ. Π. 7. 152. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:51, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (μήν) dividing the month, i. e. at or of the full moon, ἑσπερίη h.Hom.32.11; δ. σελήνη Gp.10.48.2, cf. Plu.Flam.4; διχόμηνος, ἡ, Arat.808, Ph.2.293; διχομήνη, ἡ, Gp.2.14.7, Cat.Cod.Astr.1.173.
Spanish (DGE)
(δῐχόμηνος) -ον
• Morfología: [fem. -η Cat.Cod.Astr.1.173.3, Gp.2.14.7; neutr. sg. lat. dichomanon Ps.Apul.Herb.65.9 (ap. crít.)]
I 1ref. a la luna de mediados del ciclo lunar, de plenilunio, lleno en uso pred. εὐτ' ἂν ... ἐλάσῃ ... ἵππους δ. cuando (la luna) impulsa sus caballos mediado su ciclo, h.Hom.32.11, ἦν δ. (ἡ σελήνη) había luna llena Plu.Flam.4, cf. 2.288b, 658f, ἐν δ. σελήνῃ Gp.10.48.2, cf. Cat.Cod.Astr.l.c.
•subst. ἡ δ. plenilunio, luna llena ἐκ διχομήνου ἐς διχάδα φθιμένην Arat.808.
2 que sucede a mitad de mes τῆς δὲ ἑορτῆς ἀρχὴ δ., ἡ πεντεκαιδεκάτη el inicio de la fiesta tiene lugar a mediados de mes, el día quince Ph.2.293.
3 de media luna op. πανσέληνος: ἐν τῷ διχομήνῳ σχήματι Alex.Aphr.Pr.1.66.
II bot., subst. τὸ δ. peonía, Paeonia officinalis L., Ps.Apul.l.c.
German (Pape)
[Seite 646] in der Mitte des Monats, d. h. zum Vollmond gehörig; H. h. 32, 11; σελήνη, der Vollmond, Plut. u. A.; vgl. διχόμην.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du milieu du mois : σελήνη διχόμηνος lune du milieu du mois, càd pleine lune.
Étymologie: δίχα, μήν².
Greek (Liddell-Scott)
δῐχόμηνος: -ον, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ μηνός, δηλ. κατὰ τὴν πανσέληνον ἢ εἰς τὴν πανσέληνον ἀνήκων, ἑσπερίη Ὕμν. Ὁμ. 32. 11· δ. σελήνη Πλούτ. Φλαμιν. 4· οὕτω διχόμηνος, ἡ, Ἄρατ. 808· ― ὡσαύτως διχομηνία, ἡ, Ἑβδ. (Σειράχ 39. 15)· ἡ σελήνη συρόμενος, συρόμενος κατόπιν τῶν τροχῶν του δίφρου, Ἀνθ. Π. 7. 152.
Greek Monolingual
διχόμηνος, -ον και διχόμην, ο, η (Α)
1. αυτός που ανήκει στο μέσο του μήνα, στην πανσέληνο ή στην περίοδό της
2. το θηλ. ως ουσ. η διχόμηνος
η πανσέληνος.
Greek Monotonic
δῐχόμηνος: -ον (μήν), αυτός που διαχωρίζει το μήνα, δηλ. στην πανσέληνο (κατά τη διάρκειά της), ή αυτός που ανήκει σ' αυτήν, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διχόμηνος: приходящийся на середину месяца, т. е. полный (σελήνη HH, Plut.).
Middle Liddell
δῐχό-μηνος, ον adj n [μήν]
dividing the month, i. e. at or of the full moon, Hhymn., Plut.