διακροτέω: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] 1) durchschlagen, durchbrechen; τοὺς πεδῶν κρίκους Plut. qu. gr. 57; – im obscönen Sinne, = [[διασποδέω]], τὴν νεᾶνιν Eur. Cycl. 180. – 2) zerlegen, in seine ursprünglichen Bestandtheile, Plat. Crat. 421 c, Ggstz [[συγκροτέω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] 1) durchschlagen, durchbrechen; τοὺς πεδῶν κρίκους Plut. qu. gr. 57; – im obscönen Sinne, = [[διασποδέω]], τὴν νεᾶνιν Eur. Cycl. 180. – 2) zerlegen, in seine ursprünglichen Bestandtheile, Plat. Crat. 421 c, Ggstz [[συγκροτέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />trouer, percer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κροτέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διακροτέω''': κροτῶ διὰ μέσου, διαρρηγνύω, μετὰ σημασίας αἰσχρᾶς, πρβλ. διασποδῶ, Λατ. pertundere, Εὐρ. Κύκλ. 180. ΙΙ. [[διαλύω]] εἰς τὰ συνθετικὰ μέρη, [[οἷον]] λέξεις εἰς τὰ στοιχεῖα αὐτῶν, ἀντίθ. [[συγκροτέω]], Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙΙ. διασπῶ, διαρρηγνύω τὰ δεσμά, Πλούτ. 2. 304Β.
|lstext='''διακροτέω''': κροτῶ διὰ μέσου, διαρρηγνύω, μετὰ σημασίας αἰσχρᾶς, πρβλ. διασποδῶ, Λατ. pertundere, Εὐρ. Κύκλ. 180. ΙΙ. [[διαλύω]] εἰς τὰ συνθετικὰ μέρη, [[οἷον]] λέξεις εἰς τὰ στοιχεῖα αὐτῶν, ἀντίθ. [[συγκροτέω]], Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙΙ. διασπῶ, διαρρηγνύω τὰ δεσμά, Πλούτ. 2. 304Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />trouer, percer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κροτέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακροτέω Medium diacritics: διακροτέω Low diacritics: διακροτέω Capitals: ΔΙΑΚΡΟΤΕΩ
Transliteration A: diakrotéō Transliteration B: diakroteō Transliteration C: diakroteo Beta Code: diakrote/w

English (LSJ)

A pierce through, sens. obsc., E.Cyc.180. II resolve into components, as words into their elements, opp. συγκροτέω, Pl. Cra.421c. III knock off, κρίκους Plu.2.304b.

Spanish (DGE)

I tr.
1 golpear atravesando, penetrar sent. sexual οὔκουν ... ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατε; E.Cyc.180.
2 separar a golpes τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plu.2.304b, fig. ταῦτα μέν μοι δοκεῖς ... ἀνδρείως πάνυ διακεκροτηκέναι Pl.Cra.421c.
II intr., en v. med. resonar ἐν ψόφῳ διακένων ῥημάτων διακεκρότηται Gr.Nyss.Ref.Eun.409.27.

German (Pape)

[Seite 584] 1) durchschlagen, durchbrechen; τοὺς πεδῶν κρίκους Plut. qu. gr. 57; – im obscönen Sinne, = διασποδέω, τὴν νεᾶνιν Eur. Cycl. 180. – 2) zerlegen, in seine ursprünglichen Bestandtheile, Plat. Crat. 421 c, Ggstz συγκροτέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
trouer, percer.
Étymologie: διά, κροτέω.

Greek (Liddell-Scott)

διακροτέω: κροτῶ διὰ μέσου, διαρρηγνύω, μετὰ σημασίας αἰσχρᾶς, πρβλ. διασποδῶ, Λατ. pertundere, Εὐρ. Κύκλ. 180. ΙΙ. διαλύω εἰς τὰ συνθετικὰ μέρη, οἷον λέξεις εἰς τὰ στοιχεῖα αὐτῶν, ἀντίθ. συγκροτέω, Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙΙ. διασπῶ, διαρρηγνύω τὰ δεσμά, Πλούτ. 2. 304Β.

Russian (Dvoretsky)

διακροτέω:
1) досл. разбивать, перен. разлагать на составные части (ἀνδρείως διακεκροτηκέναι τι Plat.);
2) перен. пробивать, протыкать (τινα Eur.);
3) сбивать (τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κροτέω seks. penetreren:. οὔκουν... ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατε; hebben jullie haar wel allemaal geneukt? Eur. Cycl. 180. ontleden:. ταῦτα μέν μοι δοκεῖς... ἀνδρείως πάνυ διακεκροτηκέναι dat heb je, dunkt me, allemaal heel dapper ontleed Plat. Crat. 421c.