δυσόρατος: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0685.png Seite 685]] = [[δύσοπτος]]; δίκτυα Xen. Cyr. 1, 6, 40; übel anzusehen, gräulich, App. Hisp. 97. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0685.png Seite 685]] = [[δύσοπτος]]; δίκτυα Xen. Cyr. 1, 6, 40; übel anzusehen, gräulich, App. Hisp. 97. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à voir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ὁράω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσόρᾱτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἴδη τις, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· τὰ δυσόρατα, σκοτεινὰ μέρη, ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 4, 18. ΙΙ. Κακὸς εἰς τὸ νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, [[φοβερός]], Ἀππ. Ἱσπ. 97. | |lstext='''δυσόρᾱτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἴδη τις, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· τὰ δυσόρατα, σκοτεινὰ μέρη, ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 4, 18. ΙΙ. Κακὸς εἰς τὸ νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, [[φοβερός]], Ἀππ. Ἱσπ. 97. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:06, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A hard to see, X.Cyr.1.6.40, Ph.1.570; δι' ὑπερβολὰν λαμπρότᾱτος δ. Ecphant. ap. Stob.4.7.64; τὰ δυσόρατα dark corners, X.Eq.Mag.4.18. II ill to look on, horrible, App.Hisp.97.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [dor. gen. δυσοράτω Ecphant.Pyth.Hell.80.10]
1 difícil de ver, poco visible δίκτυα X.Cyr.1.6.40, σπέρματα Thphr.CP 1.5.4, ἡνίοχος Ph.2.414, δι' ὑπερβολὰν λαμπρότατος δυσοράτω de la naturaleza del poder, Ecphant.l.c., de Dios, Ph.1.570
•neutr. plu. subst. τὰ δυσόρατα lugares sin visibilidad X.Eq.Mag.4.18, cf. Gal.18(2).182.
2 desagradable de ver, horrible δυσόρατοί τε καὶ ἀλλόκοτοι πάμπαν ὀφθῆναι de los supervivientes de Numancia, App.Hisp.97.
German (Pape)
[Seite 685] = δύσοπτος; δίκτυα Xen. Cyr. 1, 6, 40; übel anzusehen, gräulich, App. Hisp. 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à voir.
Étymologie: δυσ-, ὁράω.
Greek (Liddell-Scott)
δυσόρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἴδη τις, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· τὰ δυσόρατα, σκοτεινὰ μέρη, ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 4, 18. ΙΙ. Κακὸς εἰς τὸ νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, φοβερός, Ἀππ. Ἱσπ. 97.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσόρατος, -ον)
1. αυτός που γίνεται δύσκολα ορατός ή αντιληπτός
αρχ.
1. απαίσιος, φοβερός στη θέα
2. ασεβής
3. το ουδ. ως ουσ.
τὸ δυσόρατον
το αθέατο μέρος.
Greek Monotonic
δυσόρᾱτος: -ον, δυσδιάκριτος, μη εύκολα ορατός, αυτός που διακρίνεται δύσκολα, αμυδρός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσόρᾱτος: плохо видимый, малозаметный (δίκτυα Xen.).
Middle Liddell
δυσ-όρᾱτος, ον
hard to see, Xen.