θεραπευτός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=qerapeuto/s
|Beta Code=qerapeuto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that may be fostered]] or [[cultivated]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>325b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[curable]], <span class="bibl">Paul.Aeg.4.5</span>.</span>
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that may be fostered]] or [[cultivated]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>325b</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[curable]], <span class="bibl">Paul.Aeg.4.5</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut cultiver;<br /><b>2</b> guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[θεραπεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θερᾰπευτός''': -όν, ὃν δύναται νὰ θεραπεύσῃ, νὰ καλλιεργήσῃ τις, διδακτοῦ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ (τοῦ πράγματος [[ὅπερ]] καλεῖται [[ἀρετὴ]]) Πλάτ. Πρωτ. 325B. 2) [[θεραπεύσιμος]], [[πάθος]] Ἀριστ. Ι. Ζ. 10. 3, 18.
|lstext='''θερᾰπευτός''': -όν, ὃν δύναται νὰ θεραπεύσῃ, νὰ καλλιεργήσῃ τις, διδακτοῦ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ (τοῦ πράγματος [[ὅπερ]] καλεῖται [[ἀρετὴ]]) Πλάτ. Πρωτ. 325B. 2) [[θεραπεύσιμος]], [[πάθος]] Ἀριστ. Ι. Ζ. 10. 3, 18.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut cultiver;<br /><b>2</b> guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[θεραπεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευτός Medium diacritics: θεραπευτός Low diacritics: θεραπευτός Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: therapeutós Transliteration B: therapeutos Transliteration C: therapeftos Beta Code: qerapeuto/s

English (LSJ)

όν, A that may be fostered or cultivated, Pl.Prt.325b. 2 curable, Paul.Aeg.4.5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut cultiver;
2 guérissable.
Étymologie: θεραπεύω.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπευτός: -όν, ὃν δύναται νὰ θεραπεύσῃ, νὰ καλλιεργήσῃ τις, διδακτοῦ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ (τοῦ πράγματος ὅπερ καλεῖται ἀρετὴ) Πλάτ. Πρωτ. 325B. 2) θεραπεύσιμος, πάθος Ἀριστ. Ι. Ζ. 10. 3, 18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θεραπευτός, -όν) θεραπεύω
αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος
αρχ.
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να καλλιεργήσει («διδακτοῦ δὲ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

θερᾰπευτός: -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να περιποιηθεί, να περιθάλψει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θερᾰπευτός:
1) воспитуемый, поддающийся выработке (ἀρετή Plat.);
2) исцелимый (πάθος Arst.).

Middle Liddell

θερᾰπευτός, όν
that may be fostered, Plat. [from θερᾰπεύω]