αἰτιατέον: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que echar la culpa]], [[hay que achacar]] θεούς X.<i>Cyr</i>.7.1.11, ἐκείνους Str.1.2.30.<br /><b class="num">2</b> [[hay que considerar como causa o causante]] τῶν ἀγαθῶν Pl.<i>R</i>.379c, cf. <i>Ti</i>.57c, 87b, Arist.<i>Mete</i>.339<sup>a</sup>32.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que echar la culpa]], [[hay que achacar]] θεούς X.<i>Cyr</i>.7.1.11, ἐκείνους Str.1.2.30.<br /><b class="num">2</b> [[hay que considerar como causa o causante]] τῶν ἀγαθῶν Pl.<i>R</i>.379c, cf. <i>Ti</i>.57c, 87b, Arist.<i>Mete</i>.339<sup>a</sup>32.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[αἰτιάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰτιᾱτέον''': ῥηματ. ἐπίθετον, πρέπει τις νὰ αἰτιᾶται, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 11. ΙΙ πρέπει τις νὰ ἐπάγηται ὡς αἰτίαν, Πλάτ. Πολ. 379C, Τίμ. 57C, 87B.
|lstext='''αἰτιᾱτέον''': ῥηματ. ἐπίθετον, πρέπει τις νὰ αἰτιᾶται, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 11. ΙΙ πρέπει τις νὰ ἐπάγηται ὡς αἰτίαν, Πλάτ. Πολ. 379C, Τίμ. 57C, 87B.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[αἰτιάομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτιᾱτέον Medium diacritics: αἰτιατέον Low diacritics: αιτιατέον Capitals: ΑΙΤΙΑΤΕΟΝ
Transliteration A: aitiatéon Transliteration B: aitiateon Transliteration C: aitiateon Beta Code: ai)tiate/on

English (LSJ)

verb. Adj. A one must accuse, blame, X.Cyr. 7.1.11, Str.1.2.30. II one must allege as the cause, Pl.R.3790, Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.

Spanish (DGE)

1 hay que echar la culpa, hay que achacar θεούς X.Cyr.7.1.11, ἐκείνους Str.1.2.30.
2 hay que considerar como causa o causante τῶν ἀγαθῶν Pl.R.379c, cf. Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de αἰτιάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτιᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθετον, πρέπει τις νὰ αἰτιᾶται, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 11. ΙΙ πρέπει τις νὰ ἐπάγηται ὡς αἰτίαν, Πλάτ. Πολ. 379C, Τίμ. 57C, 87B.

Greek Monolingual

αἰτιατέον (Α) αἰτιῶμαι
1. πρέπει κανείς να κατηγορεί
2. πρέπει κανείς να προβάλλει, να θεωρεί κάποιον ως αίτιο, ως υπεύθυνο.

Greek Monotonic

αἰτιᾱτέον: ρημ. επίθ. του αἰτιάομαι,
I. αυτό που πρέπει καποιος να κατηγορεί, σε Ξεν.
II. αυτό που πρέπει κάποιος να τεκμαίρεται ως αιτία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἰτιάομαι
I. one must accuse, Xen.
II. one must allege as the cause, Plat.