βοεικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0451.png Seite 451]] von Rindern, ζεύγη, Ochsengespann, Thuc. 4, 128; Xen. An. 7, 5, 2; τὸ βοεικόν, Rindfleisch, Poll. 6, 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0451.png Seite 451]] von Rindern, ζεύγη, Ochsengespann, Thuc. 4, 128; Xen. An. 7, 5, 2; τὸ βοεικόν, Rindfleisch, Poll. 6, 55.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de bœuf ; ζεύγη βοεικά, attelages de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βοεικός''': -ή, -όν, ([[βοῦς]]) = [[βόειος]], ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς [[βοῦς]], ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. Ὁ [[τύπος]] [[βοϊκός]], συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354.
|lstext='''βοεικός''': -ή, -όν, ([[βοῦς]]) = [[βόειος]], ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς [[βοῦς]], ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. Ὁ [[τύπος]] [[βοϊκός]], συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de bœuf ; ζεύγη βοεικά, attelages de bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοεικός Medium diacritics: βοεικός Low diacritics: βοεικός Capitals: ΒΟΕΙΚΟΣ
Transliteration A: boeikós Transliteration B: boeikos Transliteration C: voeikos Beta Code: boeiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (βοῦς) = βόειος, of or for oxen, ζεύγη β. wagons drawn by oxen, Th.4.128, X.An.7.5.2, cf. Ar.Fr.109; κρέας β. Poll.6.55:—the form βοϊκός, freq. in codd. as in D.H.8.87, is censured by Hdn.Gr.2.416, but cf. ἱερεῖον βοϊκόν Milet.1(7).203a (i B. C.); θυσία βοϊκή Inscr.Prien. 112.109 (i B. C.); βοϊκά, = oxen, GDI1158 (Elis); β. κτήνη BGU1189.12 (i A. D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): βοϊκ- Hero Def.135.5, D.H.8.87, Milet 1(7).203a.29 (II a.C.), IPr.112.109 (I a.C.), BGU 1189.12 (I a.C.), Gal.14.366, 12.127, Porph.Abst.3.3; βοειακ- EM 254.45G.
I 1de buey, de bovino o vacuno, de vaca(s) ζεύγη ... βοεικά carros tirados por bueyes Th.4.128, X.An.7.5.2, D.H.l.c., cf. Ar.Fr.111, PThead.6.10 (IV d.C.), cf. EM l.c., Ἀρχιμήδους β. πρόβλημα el problema de las vacas de Arquímedes problema de logística planteado a Eratóstenes, Hero l.c., κρέας β. Poll.6.55, θυσία β. IPr.l.c., ἱερεῖον β. Milet l.c., β. ἅμιλλα Ael.NA 15.24, βόλβιτα βοϊκά Gal.14.366, βοϊκὰ κτήνη BGU l.c., cf. A.D.Adu.166.29, Sch.D.T.371.4.
2 subst. τὸ β. mugido Pherecr.233.
3 bot. σμύρνα βοϊκή un tipo de mirra Gal.12.127.
II adv. -ῶς a la manera de las vacas φωνηθῆναι Porph.l.c.

German (Pape)

[Seite 451] von Rindern, ζεύγη, Ochsengespann, Thuc. 4, 128; Xen. An. 7, 5, 2; τὸ βοεικόν, Rindfleisch, Poll. 6, 55.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de bœuf ; ζεύγη βοεικά, attelages de bœufs.
Étymologie: βοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

βοεικός: -ή, -όν, (βοῦς) = βόειος, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοῦς, ζεύγη β., ἅμαξαι συρόμεναι ὑπὸ βοῶν, Θουκ. 4. 128. Ξεν, Ἀν. 7. 5. 2, πρβλ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163. Ὁ τύπος βοϊκός, συχνὸς ἐν χείροσι χφοις (ἴδε Διον, Ἁλ. 8. 87), κατακρίνεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. ἐν Α. Β. 1354.

Greek Monolingual

βοεικός και βοϊκός, -ή, -όν (Α)
ο βόειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βοεικός < βόειος, με -επίθημα -κ- κατά τα επίθετα σε -κός (ιππικός), ενω ο μτγν. τ. βοϊκός < βους (βοός)].

Greek Monotonic

βοεικός: -ή, -όν (βοῦς), βόειος, αυτός που ανήκει, προορίζεται ή είναι κατάλληλος για βόδια· ζεύγη βοεικά, κάρα - άμαξες που σύρονται από βόδια, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βοεικός: бычачий, воловий: ζεύγη βοεικά Thuc., Xen. повозки, запряженные волами.

Middle Liddell

= βόειος,] βοῦς
of or for oxen, ζεύγη β. wagons drawn by oxen, Thuc., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοεικός -ή -όν βοῦς van een rund, runder-.

English (Woodhouse)

of an ox

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)