αὐτόμολος: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que va por propia iniciativa, voluntariamente]] πείσαντα ... πολείτας (<i>sic</i>) αὐτομόλους στρατεύσασθαι habiendo convencido a los ciudadanos de emprender una campaña voluntariamente</i>, <i>LW</i> 107.14 (Teos I a./d.C.), ἥλικες ... κλητοί τ' αὐτόμολοί τε Opp.<i>H</i>.3.360, ταῦρος <i>AP</i> 5.22 (Rufin.), μηδενὸς καλοῦντος, αὐ. φέρων Eus.<i>Marcell</i>.2.4, ἴτω ... αὐ. μὲν μηδείς ..., περιμενέτω δὲ κλῆσιν Cyr.Al.M.68.728A.<br /><b class="num">2</b> subst. [[desertor]], [[tránsfuga]] ἀληθέως αὐ. Hdt.3.156, τοὺς δὲ αὐτομόλους μὴ δέχεσθαι Th.4.118, ἥκοντες αὐτόμολοι παρὰ μεγάλου βασιλέως X.<i>An</i>.1.7.2, γυνὴ ἐπῆλθε αὐ. Hdt.9.76, μετὰ τῶν αὐτομόλων ἀναγεγράφθαι ser inscrito entre los desertores</i> Isoc.18.49, cf. Aen.Tact.22.14, 40.5, Polyaen.1.48.5, 7.13, 7.25, Men.<i>Asp</i>.43, Plb.1.67.7, 4.57.8, Philost.<i>HE</i> 2.5<br /><b class="num">•</b>οἱ [[Αὐτόμολοι]] Los Desertores</i> tít. de una obra de Ferécrates, Pherecr.22-36.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[traidoramente]] s. cont., S.<i>Fr</i>.691. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que va por propia iniciativa, voluntariamente]] πείσαντα ... πολείτας (<i>sic</i>) αὐτομόλους στρατεύσασθαι habiendo convencido a los ciudadanos de emprender una campaña voluntariamente</i>, <i>LW</i> 107.14 (Teos I a./d.C.), ἥλικες ... κλητοί τ' αὐτόμολοί τε Opp.<i>H</i>.3.360, ταῦρος <i>AP</i> 5.22 (Rufin.), μηδενὸς καλοῦντος, αὐ. φέρων Eus.<i>Marcell</i>.2.4, ἴτω ... αὐ. μὲν μηδείς ..., περιμενέτω δὲ κλῆσιν Cyr.Al.M.68.728A.<br /><b class="num">2</b> subst. [[desertor]], [[tránsfuga]] ἀληθέως αὐ. Hdt.3.156, τοὺς δὲ αὐτομόλους μὴ δέχεσθαι Th.4.118, ἥκοντες αὐτόμολοι παρὰ μεγάλου βασιλέως X.<i>An</i>.1.7.2, γυνὴ ἐπῆλθε αὐ. Hdt.9.76, μετὰ τῶν αὐτομόλων ἀναγεγράφθαι ser inscrito entre los desertores</i> Isoc.18.49, cf. Aen.Tact.22.14, 40.5, Polyaen.1.48.5, 7.13, 7.25, Men.<i>Asp</i>.43, Plb.1.67.7, 4.57.8, Philost.<i>HE</i> 2.5<br /><b class="num">•</b>οἱ [[Αὐτόμολοι]] Los Desertores</i> tít. de una obra de Ferécrates, Pherecr.22-36.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[traidoramente]] s. cont., S.<i>Fr</i>.691. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui vient de soi-même ; <i>particul.</i> transfuge, déserteur, qui passe d'un camp dans un autre.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[μολοῦμαι]], de [[βλώσκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτόμολος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]], [[ἄκλητος]] ἐρχόμενος, κλητοί τ’ αὐτόμολοί τε Ὀππ. Ἁλ. 3. 360, Ἀνθ. Π. 5. 22· ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτομολῶν εἰς τὸν ἐχθρόν, Ἡρόδ. 3. 156, κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 118, κ. ἀλλ.· [[παρά]] τινος Ξεν. Ἀν. 1. 7, 2· γυνὴ [[αὐτόμολος]] Ἡρόδ. 9. 76. ― Ἐπίρρ. αὐτομόλως, «προδοτικῶς, Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 617)· ― καὶ αὐτομολεί, ἐπίρρ., Φωτ. Ἀμφιλοχ. σ. 343, ἔκδ. Σ. Οἰκ. | |lstext='''αὐτόμολος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]], [[ἄκλητος]] ἐρχόμενος, κλητοί τ’ αὐτόμολοί τε Ὀππ. Ἁλ. 3. 360, Ἀνθ. Π. 5. 22· ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτομολῶν εἰς τὸν ἐχθρόν, Ἡρόδ. 3. 156, κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 118, κ. ἀλλ.· [[παρά]] τινος Ξεν. Ἀν. 1. 7, 2· γυνὴ [[αὐτόμολος]] Ἡρόδ. 9. 76. ― Ἐπίρρ. αὐτομόλως, «προδοτικῶς, Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 617)· ― καὶ αὐτομολεί, ἐπίρρ., Φωτ. Ἀμφιλοχ. σ. 343, ἔκδ. Σ. Οἰκ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A going of oneself, without bidding, Opp.H.3.360; coming of oneself, AP 5.21 (Rufin.):—but mostly, 2 as substantive, deserter, Hdt.3.156, al., Th.4.118, al.; παρά τινος X.An.1.7.2; γυνὴ αὐ. Hdt.9.76. Adv. αὐτομόλως = treacherously, S.Fr.691.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que va por propia iniciativa, voluntariamente πείσαντα ... πολείτας (sic) αὐτομόλους στρατεύσασθαι habiendo convencido a los ciudadanos de emprender una campaña voluntariamente, LW 107.14 (Teos I a./d.C.), ἥλικες ... κλητοί τ' αὐτόμολοί τε Opp.H.3.360, ταῦρος AP 5.22 (Rufin.), μηδενὸς καλοῦντος, αὐ. φέρων Eus.Marcell.2.4, ἴτω ... αὐ. μὲν μηδείς ..., περιμενέτω δὲ κλῆσιν Cyr.Al.M.68.728A.
2 subst. desertor, tránsfuga ἀληθέως αὐ. Hdt.3.156, τοὺς δὲ αὐτομόλους μὴ δέχεσθαι Th.4.118, ἥκοντες αὐτόμολοι παρὰ μεγάλου βασιλέως X.An.1.7.2, γυνὴ ἐπῆλθε αὐ. Hdt.9.76, μετὰ τῶν αὐτομόλων ἀναγεγράφθαι ser inscrito entre los desertores Isoc.18.49, cf. Aen.Tact.22.14, 40.5, Polyaen.1.48.5, 7.13, 7.25, Men.Asp.43, Plb.1.67.7, 4.57.8, Philost.HE 2.5
•οἱ Αὐτόμολοι Los Desertores tít. de una obra de Ferécrates, Pherecr.22-36.
II adv. -ως traidoramente s. cont., S.Fr.691.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient de soi-même ; particul. transfuge, déserteur, qui passe d'un camp dans un autre.
Étymologie: αὐτός, μολοῦμαι, de βλώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόμολος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἄκλητος ἐρχόμενος, κλητοί τ’ αὐτόμολοί τε Ὀππ. Ἁλ. 3. 360, Ἀνθ. Π. 5. 22· ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτομολῶν εἰς τὸν ἐχθρόν, Ἡρόδ. 3. 156, κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 118, κ. ἀλλ.· παρά τινος Ξεν. Ἀν. 1. 7, 2· γυνὴ αὐτόμολος Ἡρόδ. 9. 76. ― Ἐπίρρ. αὐτομόλως, «προδοτικῶς, Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 617)· ― καὶ αὐτομολεί, ἐπίρρ., Φωτ. Ἀμφιλοχ. σ. 343, ἔκδ. Σ. Οἰκ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτόμολος, -ον)
(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους
αρχ.
Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος
II. επίρρ. αὐτομόλως
προδοτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + (θ.) μολ-, έμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι» (πρβλ. αγχίμολος)].
Greek Monotonic
αὐτόμολος: -ον (μολεῖν), αυτός που πηγαίνει από μόνος του, απρόσκλητος· ως ουσ., λιποτάκτης, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόμολος:
I 2 пришедший по своей воле, т. е. своенравный (πόθος Anth.).
II ὁ перебежчик Her., Xen., Diod., Plut.
Middle Liddell
μολεῖν
going of oneself, without bidding: as substantive a deserter, Hdt., attic