διατρώγω: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0608.png Seite 608]] (s. [[τρώγω]]), durchnagen; διατρώξομαι τὸ [[δίκτυον]] Ar. Fesp. 164; [[διατραγεῖν]] 368, u. öfter; τῆς βοτάνης, daran fressen, Ael. V. H. 1, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0608.png Seite 608]] (s. [[τρώγω]]), durchnagen; διατρώξομαι τὸ [[δίκτυον]] Ar. Fesp. 164; [[διατραγεῖν]] 368, u. öfter; τῆς βοτάνης, daran fressen, Ael. V. H. 1, 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διατρώξομαι, <i>ao.2</i> διέτραγον;<br />ronger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τρώγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διατρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων [[κατακόπτω]] ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) μετὰ γεν. πράγμ., [[τρώγω]] ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.
|lstext='''διατρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων [[κατακόπτω]] ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) μετὰ γεν. πράγμ., [[τρώγω]] ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διατρώξομαι, <i>ao.2</i> διέτραγον;<br />ronger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τρώγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρώγω Medium diacritics: διατρώγω Low diacritics: διατρώγω Capitals: ΔΙΑΤΡΩΓΩ
Transliteration A: diatrṓgō Transliteration B: diatrōgō Transliteration C: diatrogo Beta Code: diatrw/gw

English (LSJ)

fut. A -τρώξομαι Ar.V.164: aor. -έτρᾰγον ib.367:—gnaw through, τὸ δίκτυον Il.cc., cf. Com.Adesp.757; τὰς νευράς Arist. Rh.1401b16; keep munching, Pl.Com.173.10:—Pass., Hp.Mul.1.107. 2 c. gen. rei, eat of, Ael.VH1.10.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διέτρᾰγον Ar.V.367]
1 mordisquear, mascar c. ac. βολβοὺς ... ὡς πλείστους διάτρωγε (prob. sent. obs.), Pl.Com.189.10, σχῖνον Com.Adesp.429, cf. Arist.Pr.931a8, MM 1202a21, c. gen. αἱ δὲ (αἶγες) ... τῆς δικτάμνου βοτάνης διέτραγον Ael.VH 1.10
cortar de un mordisco τὴν γλῶτταν αὑτοῦ διατραγών Plu.2.1126e
roer τὸ δίκτυον Ar.V.164, l.c., τὰς νευράς de los ratones, Arist.Rh.1401b16, cf. Bio Bor.31
en v. pas. ser premasticado, molido ἐπειδὰν μαλθακοὶ ὦσι διατρωγόμενοι de grano, legumbres secas, Hp.Mul.1.107.
2 fig. tragar, esquilmar con impuestos τὴν ἐπαρχίαν Lyd.Mag.3.61.

German (Pape)

[Seite 608] (s. τρώγω), durchnagen; διατρώξομαι τὸ δίκτυον Ar. Fesp. 164; διατραγεῖν 368, u. öfter; τῆς βοτάνης, daran fressen, Ael. V. H. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

f. διατρώξομαι, ao.2 διέτραγον;
ronger, acc..
Étymologie: διά, τρώγω.

Greek (Liddell-Scott)

διατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων κατακόπτω ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ δίκτυον Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) μετὰ γεν. πράγμ., τρώγω ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.

Greek Monolingual

διατρώγω (Α)
1. κατακόπτω με τα δόντια, ροκανίζω
2. τρώγω μέρος από κάτι («τῆς δικτάμνου διέτρωγον»).

Greek Monotonic

διατρώγω: μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -έτρᾰγον· ροκανίζω, κατατρώγω, τὸ δίκτυον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διατρώγω: (fut. διατρώξομαι, aor. 2 διέτραγον) прогрызать, перегрызать, проедать (τὸ δίκτυον Arph.; τὰς νευράς Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τρώγω doorknagen:. μῦς... διατρωγόντες τὰς νευράς muizen die de pezen doorknaagden Aristot. Rh. 1401b16.

Middle Liddell

fut. -τρώξομαι aor2 -έτρᾰγον
to gnaw through, τὸ δίκτυον Ar.