οἰκοφθορέω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=oi)kofqore/w | |Beta Code=oi)kofqore/w | ||
|Definition=[[squander one's substance]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>929d</span>, <span class="bibl">959c</span>:—Pass., [[lose one's fortune]], [[be ruined]], οἰκοφθορημένος <span class="bibl">Hdt.5.29</span>, cf. <span class="bibl">8.142</span>, <span class="bibl">144</span>; ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν <span class="bibl">Id.1.196</span>. | |Definition=[[squander one's substance]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>929d</span>, <span class="bibl">959c</span>:—Pass., [[lose one's fortune]], [[be ruined]], οἰκοφθορημένος <span class="bibl">Hdt.5.29</span>, cf. <span class="bibl">8.142</span>, <span class="bibl">144</span>; ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν <span class="bibl">Id.1.196</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> οἰκτοφθορήσω, <i>ao.</i> οἰκοφθόρησα;<br /><i>Pass. ao.</i> οἰκοφθορήθην, <i>pf.</i> οἰκοφθόρημαι;<br />ruiner une maison ; <i>Pass.</i> être ruiné.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[φθείρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκοφθορέω''': [[καταστρέφω]] οἶκον ἢ οἰκογένειαν, σπαταλῶ τὴν περιουσίαν, Πλάτ. Νόμ. 929D, 959C. - Παθ., χάνω τὴν περιουσίαν, καταστρέφομαι, χάνομαι, οἰκοφθορημένος (οὐχὶ ᾠκ-) Ἡρόδ. 5. 29, πρβλ. 8. 124, 144· ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν ὁ αὐτ. 1. 196. | |lstext='''οἰκοφθορέω''': [[καταστρέφω]] οἶκον ἢ οἰκογένειαν, σπαταλῶ τὴν περιουσίαν, Πλάτ. Νόμ. 929D, 959C. - Παθ., χάνω τὴν περιουσίαν, καταστρέφομαι, χάνομαι, οἰκοφθορημένος (οὐχὶ ᾠκ-) Ἡρόδ. 5. 29, πρβλ. 8. 124, 144· ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν ὁ αὐτ. 1. 196. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:38, 1 October 2022
English (LSJ)
squander one's substance, Pl.Lg.929d, 959c:—Pass., lose one's fortune, be ruined, οἰκοφθορημένος Hdt.5.29, cf. 8.142, 144; ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν Id.1.196.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. οἰκτοφθορήσω, ao. οἰκοφθόρησα;
Pass. ao. οἰκοφθορήθην, pf. οἰκοφθόρημαι;
ruiner une maison ; Pass. être ruiné.
Étymologie: οἶκος, φθείρω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοφθορέω: καταστρέφω οἶκον ἢ οἰκογένειαν, σπαταλῶ τὴν περιουσίαν, Πλάτ. Νόμ. 929D, 959C. - Παθ., χάνω τὴν περιουσίαν, καταστρέφομαι, χάνομαι, οἰκοφθορημένος (οὐχὶ ᾠκ-) Ἡρόδ. 5. 29, πρβλ. 8. 124, 144· ἐκακώθησαν καὶ οἰκοφθορήθησαν ὁ αὐτ. 1. 196.
Greek Monotonic
οἰκοφθορέω: μέλ. -ήσω (οἰκοφθόρος), καταστρέφω ένα σπίτι, κατασπαταλώ την περιουσία μου, σε Πλάτ. — Παθ., αόρ. αʹ οἰκοφθόρην, παρακ. οἰκοφθόρημαι, καταστρέφομαι, χάνω την περιουσία μου, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοφθορέω: разорять дом, приводить в упадок хозяйство Plat.: ἄνδρες δεινῶς οἰκοφθορημένοι Her. дотла разоренные люди.
Middle Liddell
οἰκοφθορέω, fut. -ήσω οἰκοφθόρος
to ruin a house, squander one's substance, Plat.:—Pass., aor1 οἰκοφθόρην, perf. οἰκοφθόρημαι, to be ruined, undone, Hdt.