κεραμῖτις: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1420.png Seite 1420]] ιδος, ἡ, γῆ, Töpfererde; Plat. Legg. VIII, 844 b, [[varia lectio|v.l.]] [[κεραμίς]]; Hippocr.; Plut. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1420.png Seite 1420]] ιδος, ἡ, γῆ, Töpfererde; Plat. Legg. VIII, 844 b, [[varia lectio|v.l.]] [[κεραμίς]]; Hippocr.; Plut. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίτιδος<br /><i>adj. f.</i><br />d'argile : [[γῆ]] terre de potier.<br />'''Étymologie:''' [[κέραμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερᾰμῖτις''': -ιδος, ἡ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κεραμευτικήν, κ. γῆ, κεραμευτικὸς πηλός, ὡς τὸ κεραμὶς ΙΙΙ, Ἱππ. 453. 23., 488 7, Πλούτ. 2. 827D· καλεῖται καὶ [[παρθένιος]] γῆ παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 321, ἄργιλλα παρὰ τῷ Γαλην. | |lstext='''κερᾰμῖτις''': -ιδος, ἡ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κεραμευτικήν, κ. γῆ, κεραμευτικὸς πηλός, ὡς τὸ κεραμὶς ΙΙΙ, Ἱππ. 453. 23., 488 7, Πλούτ. 2. 827D· καλεῖται καὶ [[παρθένιος]] γῆ παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 321, ἄργιλλα παρὰ τῷ Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, of or for pottery, κεραμῖτις γῆ = potter's earth, Hp. Morb.1.17, 3.1, Plu.2.827e, Gal.2.137; κεραμῖτις, ἡ, a gem of the colour of potsherds, Plin.HN37.152 (acc. κεραμῖτην, nisi leg. κεραμῖτιν, Cat.Cod.Astr. 8(2).169, cf. 8(1).190).
German (Pape)
[Seite 1420] ιδος, ἡ, γῆ, Töpfererde; Plat. Legg. VIII, 844 b, v.l. κεραμίς; Hippocr.; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
d'argile : γῆ terre de potier.
Étymologie: κέραμος.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμῖτις: -ιδος, ἡ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κεραμευτικήν, κ. γῆ, κεραμευτικὸς πηλός, ὡς τὸ κεραμὶς ΙΙΙ, Ἱππ. 453. 23., 488 7, Πλούτ. 2. 827D· καλεῖται καὶ παρθένιος γῆ παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 321, ἄργιλλα παρὰ τῷ Γαλην.
Greek Monolingual
η (Α κεραμῑτις, -ιδος) κέραμος
φρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» — χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμα
αρχ.
πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] pottenbakkers-:. κεραμῖτις γῆ = pottenbakkersaarde Hp.
Russian (Dvoretsky)
κεραμῖτις: ῐδος (ῑτ) adj. f горшечная, гончарная (γῆ Plut.).