λεσχηνεύω: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0032.png Seite 32]] ([[λέσχη]]), schwatzen, plaudern, τινί, mit Einem, App. B. C. 2, 91 u. a. Sp.; auch im med., Hippocr.; Democr. bei Stob. app. 16, 67; εἴ τις δόμοις λεσχηνεύοιτο Heraclit. bei Clem. Al. admon. p. 33. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0032.png Seite 32]] ([[λέσχη]]), schwatzen, plaudern, τινί, mit Einem, App. B. C. 2, 91 u. a. Sp.; auch im med., Hippocr.; Democr. bei Stob. app. 16, 67; εἴ τις δόμοις λεσχηνεύοιτο Heraclit. bei Clem. Al. admon. p. 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=converser avec, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> λεσχηνεύομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[λέσχη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεσχηνεύω''': ([[λέσχη]]) ὁμιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]] μετά τινος, τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 91· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συνομιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]], Ἱππ. 24. 6., 88C., 454. 9. Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὰ σύνθετα [[περιλεσχήνευτος]], [[προλεσχηνεύομαι]]. | |lstext='''λεσχηνεύω''': ([[λέσχη]]) ὁμιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]] μετά τινος, τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 91· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συνομιλῶ, [[συνδιαλέγομαι]], Ἱππ. 24. 6., 88C., 454. 9. Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὰ σύνθετα [[περιλεσχήνευτος]], [[προλεσχηνεύομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:10, 1 October 2022
English (LSJ)
chat or converse with, τοῖς πρέσβεσι App.BC2.91:—Med., Heraclit.5, Democr.85, Hp.Decent.7 (v.l.), Prorrh.2.4, Morb.1.19, Nic.Dam.3 J.: —Hdt. has the compds. περιλεσχήνευτος, προλεσχηνεύομαι.
German (Pape)
[Seite 32] (λέσχη), schwatzen, plaudern, τινί, mit Einem, App. B. C. 2, 91 u. a. Sp.; auch im med., Hippocr.; Democr. bei Stob. app. 16, 67; εἴ τις δόμοις λεσχηνεύοιτο Heraclit. bei Clem. Al. admon. p. 33.
French (Bailly abrégé)
converser avec, τινι;
Moy. λεσχηνεύομαι m. sign.
Étymologie: λέσχη.
Greek (Liddell-Scott)
λεσχηνεύω: (λέσχη) ὁμιλῶ, συνδιαλέγομαι μετά τινος, τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 91· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συνομιλῶ, συνδιαλέγομαι, Ἱππ. 24. 6., 88C., 454. 9. Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὰ σύνθετα περιλεσχήνευτος, προλεσχηνεύομαι.
Greek Monolingual
λεσχηνεύω (AM) λεσχήν
(ενεργ. και μέσ.) συζητώ, συνομιλώ («εἰς τὸ πρόσθεν ἐβάδιζε λεσχημονεύων τοῖς πρέσβεσι», Αππ.).
Greek Monotonic
λεσχηνεύω: (λέσχη), μιλώ, συνδιαλέγομαι με κάποιον, τινί, σε Αππ.· Μέσ., συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, πρβλ. προ-λεσχηνεύομαι.
Middle Liddell
λεσχηνεύω, λέσχη
to chat or converse with, τινί App.; in Mid. to chat, converse, cf. προλεσχηνεύομαι.