κυβευτικός: Difference between revisions
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] zum Würfelspielen gehörig, geneigt; ἐργαλεῖα Poll. 9, 97; ὄργανα Aesch. 1, 59; neben πεττευτικός, ein geschickter Würfelspieler, Plat. Rep. II, 374 c; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] zum Würfelspielen gehörig, geneigt; ἐργαλεῖα Poll. 9, 97; ὄργανα Aesch. 1, 59; neben πεττευτικός, ein geschickter Würfelspieler, Plat. Rep. II, 374 c; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> du jeu de dés;<br /><b>2</b> habile au jeu de dés.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ κυβεύειν, εἰς τὴν κυβείαν, ὄργανα, Αἰσχίν. 9. 9. ΙΙ. [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ κυβεύειν, Πλάτ. Πολ 374C. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον κυβευτοῦ· συγκρ. κυβευτικώτερον ζῆν Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου σ. 132C. | |lstext='''κῠβευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ κυβεύειν, εἰς τὴν κυβείαν, ὄργανα, Αἰσχίν. 9. 9. ΙΙ. [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ κυβεύειν, Πλάτ. Πολ 374C. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον κυβευτοῦ· συγκρ. κυβευτικώτερον ζῆν Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου σ. 132C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for dice-playing, ὄργανα Aeschin. 1.59; ἐργαλεῖα Poll.9.97. II skilled in dice-playing, Pl.R. 374c.
German (Pape)
[Seite 1523] zum Würfelspielen gehörig, geneigt; ἐργαλεῖα Poll. 9, 97; ὄργανα Aesch. 1, 59; neben πεττευτικός, ein geschickter Würfelspieler, Plat. Rep. II, 374 c; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 du jeu de dés;
2 habile au jeu de dés.
Étymologie: κυβεύω.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ κυβεύειν, εἰς τὴν κυβείαν, ὄργανα, Αἰσχίν. 9. 9. ΙΙ. ἔμπειρος εἰς τὸ κυβεύειν, Πλάτ. Πολ 374C. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον κυβευτοῦ· συγκρ. κυβευτικώτερον ζῆν Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου σ. 132C.
Greek Monolingual
κυβευτικός, -ή, -όν (Α) κυβεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβεία ή αυτός που έχει κλίση σε αυτήν («κυβευτικὰ ἐργαλεία», Πολυδ.)
2. έμπειρος στο παίξιμο ζαριών
3. απατηλός, παραπλανητικός.
επίρρ...
κυβευτικῶς (Α)
απατηλά, παραπλανητικά.
Greek Monotonic
κῠβευτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που σχετίζεται με το παίξιμο ζαριών, σε Αισχίν.
II. επιδέξιος στο ρίξιμο των ζαριών, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβευτικός -ή -όν [κυβεύω] goed in het dobbelen.
Russian (Dvoretsky)
κῠβευτικός: II ὁ опытный игрок в кости Plat.
служащий для игры в кости (ὄργανα Aeschin.).
Middle Liddell
κῠβευτικός, ή, όν [from κῠβευτής]
I. of or for dice-playing, Aeschin.
II. skilled in dice-playing, Plat.