κύπειρος: Difference between revisions
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1534.png Seite 1534]] ὁ, ion. [[κύπερος]] (s. unten), bei Diosc. auch ἡ, eine Wasser- oder Wiesenpflanze, H. h. Men, 107; mit einer gewürzhaften Wurzel, Theophr.; neben [[φλέως]], Ar. Ran. 243; Theocr. 1, 106. 5, 45. Vgl. [[κυπειρίς]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1534.png Seite 1534]] ὁ, ion. [[κύπερος]] (s. unten), bei Diosc. auch ἡ, eine Wasser- oder Wiesenpflanze, H. h. Men, 107; mit einer gewürzhaften Wurzel, Theophr.; neben [[φλέως]], Ar. Ran. 243; Theocr. 1, 106. 5, 45. Vgl. [[κυπειρίς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />souchet, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt probable. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύπειρος''': ῠ, ὁ, [[φυτόν]] τι ἑλῶδες ὡς τὸ [[κύπειρον]], Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 107, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1, Θεόκρ. 1. 106, κτλ. ΙΙ. ἕτερον [[εἶδος]] [[αὐτοῦ]] φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ βροῦλον, καὶ [[ἄλλο]] [[εἶδος]] τὸ gladiolus, Schneid. Πίνακ. εἰς Θεόφρ.· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[κύπερος]]. | |lstext='''κύπειρος''': ῠ, ὁ, [[φυτόν]] τι ἑλῶδες ὡς τὸ [[κύπειρον]], Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 107, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1, Θεόκρ. 1. 106, κτλ. ΙΙ. ἕτερον [[εἶδος]] [[αὐτοῦ]] φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ βροῦλον, καὶ [[ἄλλο]] [[εἶδος]] τὸ gladiolus, Schneid. Πίνακ. εἰς Θεόφρ.· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[κύπερος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, = κύπειρον (galingale, Cyperus longus, Cyperus rotundus), h.Merc. 107, Ar. Ra. 243 (lyr.), Pherecr. 109, Thphr. HP 1.8.1, and 10.5, Theoc. 1.106.
German (Pape)
[Seite 1534] ὁ, ion. κύπερος (s. unten), bei Diosc. auch ἡ, eine Wasser- oder Wiesenpflanze, H. h. Men, 107; mit einer gewürzhaften Wurzel, Theophr.; neben φλέως, Ar. Ran. 243; Theocr. 1, 106. 5, 45. Vgl. κυπειρίς.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
souchet, plante.
Étymologie: DELG emprunt probable.
Greek (Liddell-Scott)
κύπειρος: ῠ, ὁ, φυτόν τι ἑλῶδες ὡς τὸ κύπειρον, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 107, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1, Θεόκρ. 1. 106, κτλ. ΙΙ. ἕτερον εἶδος αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ βροῦλον, καὶ ἄλλο εἶδος τὸ gladiolus, Schneid. Πίνακ. εἰς Θεόφρ.· πρβλ. ὡσαύτως κύπερος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κύπειρος: [ῠ], ὁ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύπειρος -ου, ὁ, Ion. κύπερος, cypergras.
Russian (Dvoretsky)
κύπειρος: (ῠ) ὁ HH, Theocr. = κύπειρον.
Middle Liddell
κῠ́πειρος, ὁ, = κῠ́πειρον, Hhymn.]