Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυθολογικός: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] ή, όν, im Erzählen von Fabeln, im Erdichten geschickt, Plat. Phaed. 61 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] ή, όν, im Erzählen von Fabeln, im Erdichten geschickt, Plat. Phaed. 61 b.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />habile à composer des fables.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολόγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡθολογικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὰ τῆς μυθολογίας, καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικὸς Πλάτ. Φαίδων 61Β.
|lstext='''μῡθολογικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὰ τῆς μυθολογίας, καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικὸς Πλάτ. Φαίδων 61Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />habile à composer des fables.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολόγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθολογικός Medium diacritics: μυθολογικός Low diacritics: μυθολογικός Capitals: ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: mythologikós Transliteration B: mythologikos Transliteration C: mythologikos Beta Code: muqologiko/s

English (LSJ)

ή, όν, poetical, inventive, Pl.Phd. 61b.

German (Pape)

[Seite 214] ή, όν, im Erzählen von Fabeln, im Erdichten geschickt, Plat. Phaed. 61 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habile à composer des fables.
Étymologie: μυθολόγος.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθολογικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὰ τῆς μυθολογίας, καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικὸς Πλάτ. Φαίδων 61Β.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α μυθολογικός, -ή, -όν) μυθολόγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθολογία ή αυτός που είναι έμπειρος σε θέματα σχετικά με τη μυθολογία («τὸν ποιητὴν δέοι, εἴπερ μέλλοι ποιητὴς εἶναι, ποιεῖν μύθους... καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικός», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που δεν ανήκει στην περίοδο τών ιστορικών χρόνων και προηγήθηκε από αυτήν, αυτός που δεν τεκμηριώνεται από την ιστορία.
επίρρ...
μυθολογικώς και -ά (Α μυθολογικῶς)
με μυθολογικό τρόπο.

Greek Monotonic

μῡθολογικός: -ή, -όν, επιδέξιος στην αφήγηση θρυλικών παραδόσεων, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μῡθολογικός: умеющий сочинять сказки, сказания Plat.

Middle Liddell

μῡθολογικός, ή, όν [from μῡθολόγος]
versed in legendary lore, Plat.