Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μύστρον: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] τό, auch [[μύστρος]], ὁ, der Löffel, vgl. Ath. III, 126. XI, 784 b, der das Wort aus Nic. nachweist: [[ἠρέμα]] δὲ χλιάον κοίλοις ἐξαίνυσο μύστροις. – Auch ein Maaß, zwei κοχλιάρια habend, Hippiatr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] τό, auch [[μύστρος]], ὁ, der Löffel, vgl. Ath. III, 126. XI, 784 b, der das Wort aus Nic. nachweist: [[ἠρέμα]] δὲ χλιάον κοίλοις ἐξαίνυσο μύστροις. – Auch ein Maaß, zwei κοχλιάρια habend, Hippiatr.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> cuiller;<br /><b>2</b> mystre, <i>mesure de deux cuillerées</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύστρον''': τό, = [[μυστίλη]], Νίκ. παρ’ Ἀθην. 126Α κἑξ.· [[κοχλιάριον]], Ἀθήν. 129Α· ὑποκορ. μυστρίον, Εὐστάθ. 1368. 51: [[ὡσαύτως]] μύστρος, ὁ, Πολυδ. ϛʹ, 87. ΙΙ. [[μέτρον]] τι ἴσον πρὸς δύο κοχλιάρια, Ἱππιατρ.· [[ὡσαύτως]] μυστρίον, Δίδυμ. Ἀλεξ. ΙΙΙ. μυστρίον, τὸ νῦν καλούμενον «μυστρὶ» ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις, Ἰω. Διάκονος εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 366.
|lstext='''μύστρον''': τό, = [[μυστίλη]], Νίκ. παρ’ Ἀθην. 126Α κἑξ.· [[κοχλιάριον]], Ἀθήν. 129Α· ὑποκορ. μυστρίον, Εὐστάθ. 1368. 51: [[ὡσαύτως]] μύστρος, ὁ, Πολυδ. ϛʹ, 87. ΙΙ. [[μέτρον]] τι ἴσον πρὸς δύο κοχλιάρια, Ἱππιατρ.· [[ὡσαύτως]] μυστρίον, Δίδυμ. Ἀλεξ. ΙΙΙ. μυστρίον, τὸ νῦν καλούμενον «μυστρὶ» ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις, Ἰω. Διάκονος εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 366.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> cuiller;<br /><b>2</b> mystre, <i>mesure de deux cuillerées</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μύζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύστρον Medium diacritics: μύστρον Low diacritics: μύστρον Capitals: ΜΥΣΤΡΟΝ
Transliteration A: mýstron Transliteration B: mystron Transliteration C: mystron Beta Code: mu/stron

English (LSJ)

τό, A = μυστίλη, Nic.Fr.68.8, cf. Ath.3.126a. 2 spoon, Hippoloch. ap. eund.4.129c, Dsc.3.22, POxy.921.25 (iii A. D.), etc.; μύστρου πλῆθος spoonful, as a dose, Archig. ap. Orib.8.2.28, Herod. Med. ap. eund.8.3.2; μ. alone, as a measure, Gal.13.57, 19.770, Hippiatr.Append.p.446.

German (Pape)

[Seite 223] τό, auch μύστρος, ὁ, der Löffel, vgl. Ath. III, 126. XI, 784 b, der das Wort aus Nic. nachweist: ἠρέμα δὲ χλιάον κοίλοις ἐξαίνυσο μύστροις. – Auch ein Maaß, zwei κοχλιάρια habend, Hippiatr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 cuiller;
2 mystre, mesure de deux cuillerées.
Étymologie: μύζω.

Greek (Liddell-Scott)

μύστρον: τό, = μυστίλη, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 126Α κἑξ.· κοχλιάριον, Ἀθήν. 129Α· ὑποκορ. μυστρίον, Εὐστάθ. 1368. 51: ὡσαύτως μύστρος, ὁ, Πολυδ. ϛʹ, 87. ΙΙ. μέτρον τι ἴσον πρὸς δύο κοχλιάρια, Ἱππιατρ.· ὡσαύτως μυστρίον, Δίδυμ. Ἀλεξ. ΙΙΙ. μυστρίον, τὸ νῦν καλούμενον «μυστρὶ» ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις, Ἰω. Διάκονος εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 366.

Greek Monolingual

μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ)
κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.)
μσν.
μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια
αρχ.
1. μυστίλη
2. φρ. «μύστρου πλῆθος» — πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυστίλη.

Russian (Dvoretsky)

μύστρον: τό мистр (мера жидкостей = ок. 0.01 л) Anth.