οὐρανομήκης: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0417.png Seite 417]] ες, himmelhoch, bis in den Himmel ragend; [[ἐλάτη]], Od. 5, 239; δένδρεα, Her. 2, 138; [[φοῖνιξ]] Mel. 1 (VI, 1); οὐρ. λαμπὰς ἀνίσχει, Aesch. Ag. 92; Ar. Nubb. 356; [[κλέος]], 458; auch übertr., οὐρανόμηκές τι ποιεῖν, Isocr. 15, 134; κακόν, Arist. rhet. 3, 11; [[κλέος]], Ep. ad. 211. 505 (App. 308. VII, 84); σημεῖα, Plut. non posse 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0417.png Seite 417]] ες, himmelhoch, bis in den Himmel ragend; [[ἐλάτη]], Od. 5, 239; δένδρεα, Her. 2, 138; [[φοῖνιξ]] Mel. 1 (VI, 1); οὐρ. λαμπὰς ἀνίσχει, Aesch. Ag. 92; Ar. Nubb. 356; [[κλέος]], 458; auch übertr., οὐρανόμηκές τι ποιεῖν, Isocr. 15, 134; κακόν, Arist. rhet. 3, 11; [[κλέος]], Ep. ad. 211. 505 (App. 308. VII, 84); σημεῖα, Plut. non posse 15.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui s'étend jusqu’au ciel <i>ou</i> aussi loin que le ciel.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρανός]], [[μῆκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρᾰνομήκης''': -ες, ὑψηλὸς ὅσον ὁ [[οὐρανός]], ὁ μέχρις οὐρανοῦ ἐκτεινόμενος, καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑψηλός]], [[ἐλάτη]] Ὀδ. Ε. 239˙ δένδρεα Ἡρόδ. 2. 138˙ [[στήλη]] Λυσ. παρ’ Ἀριστείδ.˙ λαμπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 92˙ [[Ἄθως]] οὐρανομήκη (κλητ.) Ξέρξου Ἐπιστ. παρὰ Πλουτ. 2. 455D. 2) μεταφορ., οὐρ. [[φωνή]], [[κλέος]] Ἀριστοφ. Νεφ. 357, 459· κακὸν Ἄδηλ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 11, 7˙ οὐρ. ποιεῖν τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 142. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρανομήκη˙ ὑψηλὸν [[λίαν]]».
|lstext='''οὐρᾰνομήκης''': -ες, ὑψηλὸς ὅσον ὁ [[οὐρανός]], ὁ μέχρις οὐρανοῦ ἐκτεινόμενος, καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑψηλός]], [[ἐλάτη]] Ὀδ. Ε. 239˙ δένδρεα Ἡρόδ. 2. 138˙ [[στήλη]] Λυσ. παρ’ Ἀριστείδ.˙ λαμπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 92˙ [[Ἄθως]] οὐρανομήκη (κλητ.) Ξέρξου Ἐπιστ. παρὰ Πλουτ. 2. 455D. 2) μεταφορ., οὐρ. [[φωνή]], [[κλέος]] Ἀριστοφ. Νεφ. 357, 459· κακὸν Ἄδηλ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 11, 7˙ οὐρ. ποιεῖν τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 142. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρανομήκη˙ ὑψηλὸν [[λίαν]]».
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui s'étend jusqu’au ciel <i>ou</i> aussi loin que le ciel.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρανός]], [[μῆκος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνομήκης Medium diacritics: οὐρανομήκης Low diacritics: ουρανομήκης Capitals: ΟΥΡΑΝΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: ouranomḗkēs Transliteration B: ouranomēkēs Transliteration C: ouranomikis Beta Code: ou)ranomh/khs

English (LSJ)

ες, A high as heaven, shooting up to heaven, exceeding high or exceeding tall, ἐλάτη Od.5.239; δένδρεα Hdt.2.138; στήλη Lys.Fr.14; λαμπάς A.Ag.92 (anap.); Ἄθω οὐρανομήκη (voc.) Xerxis Epist. ap. Plu.2.455d. 2 metaph., οὐρανομήκης φωνή, κλέος, Ar.Nu. 357, 459 (lyr.); κακόν Arist.Rh.1408b13; οὐ. ποιεῖν τι to exalt it to the skies, Isoc.15.134; οὐ. σημεῖα τῆς εὐνοίας Epicur.Fr.183; διαφορά Phld. Rh.2.272 S.; ἐλπίδες Eun.Hist.p.251 D.

German (Pape)

[Seite 417] ες, himmelhoch, bis in den Himmel ragend; ἐλάτη, Od. 5, 239; δένδρεα, Her. 2, 138; φοῖνιξ Mel. 1 (VI, 1); οὐρ. λαμπὰς ἀνίσχει, Aesch. Ag. 92; Ar. Nubb. 356; κλέος, 458; auch übertr., οὐρανόμηκές τι ποιεῖν, Isocr. 15, 134; κακόν, Arist. rhet. 3, 11; κλέος, Ep. ad. 211. 505 (App. 308. VII, 84); σημεῖα, Plut. non posse 15.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui s'étend jusqu’au ciel ou aussi loin que le ciel.
Étymologie: οὐρανός, μῆκος.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνομήκης: -ες, ὑψηλὸς ὅσον ὁ οὐρανός, ὁ μέχρις οὐρανοῦ ἐκτεινόμενος, καθ’ ὑπερβολὴν ὑψηλός, ἐλάτη Ὀδ. Ε. 239˙ δένδρεα Ἡρόδ. 2. 138˙ στήλη Λυσ. παρ’ Ἀριστείδ.˙ λαμπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 92˙ Ἄθως οὐρανομήκη (κλητ.) Ξέρξου Ἐπιστ. παρὰ Πλουτ. 2. 455D. 2) μεταφορ., οὐρ. φωνή, κλέος Ἀριστοφ. Νεφ. 357, 459· κακὸν Ἄδηλ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 11, 7˙ οὐρ. ποιεῖν τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 142. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρανομήκη˙ ὑψηλὸν λίαν».

English (Autenrieth)

(μῆκος): high as heaven, Od. 5.239†.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ οὐρανομήκης, -όμηκες)
1. αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, πανύψηλος («δένδρεα οὐρανομήκεα», Ηρόδ.)
2. μτφ. έντονος, δυνατός (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» — ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές
β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ φωνήν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ανδρο-μήκης].

Greek Monotonic

οὐρᾰνομήκης: -ες (μῆκος),
1. ψηλός ως τον ουρανό, αυτός που εκτείνεται ως τον ουρανό, εξαιρετικά ψηλός ή ευμήκης, σε Ομήρ. Οδ.· δένδρεα, σε Ηρόδ.· λαμπάς, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., θαυμαστός, εξαίσιος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνομήκης:
1) высокий до неба (ἐλάτη Hom.; δένδρεα Her.; φοίνιξ Anth.);
2) возносящийся к небу (φωνή Arph.).

Middle Liddell

οὐρᾰνο-μήκης, ες μῆκος
1. high as heaven, shooting up to heaven, exceeding high or tall, Od.; δένδρεα Hdt.; λαμπάς Aesch.
2. metaph. stupendous, Ar.