παραψαύω: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0509.png Seite 509]] (s. [[ψαύω]]), an der Seite, leicht, oberflächlich berühren; τινός, Plut. sol. an. 16; παρέψαυσταί μοι, Hippocr.; Sp., wie Ael. H. A. 1, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0509.png Seite 509]] (s. [[ψαύω]]), an der Seite, leicht, oberflächlich berühren; τινός, Plut. sol. an. 16; παρέψαυσταί μοι, Hippocr.; Sp., wie Ael. H. A. 1, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf.</i> παρέψαυκα;<br />toucher légèrement, effleurer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ψαύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραψαύω''': πρκμ. παρεψαυκέναι Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 116· ― [[ἐγγίζω]] [[ἠρέμα]] ἢ ἐλαφρῶς, τινὸς Πλούτ. 2. 971C, Εὐμέν. 7, κτλ.· [[ἐγγίζω]] ἐλαφρῶς ἢ ὀλίγον ζήτημά τι, π. χ. τῆς δόξης, Σέξτ. Ἐμπ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., παρέψαυσταί μοι, ὅτι ... Ἱππ. 504. 40. | |lstext='''παραψαύω''': πρκμ. παρεψαυκέναι Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 116· ― [[ἐγγίζω]] [[ἠρέμα]] ἢ ἐλαφρῶς, τινὸς Πλούτ. 2. 971C, Εὐμέν. 7, κτλ.· [[ἐγγίζω]] ἐλαφρῶς ἢ ὀλίγον ζήτημά τι, π. χ. τῆς δόξης, Σέξτ. Ἐμπ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., παρέψαυσταί μοι, ὅτι ... Ἱππ. 504. 40. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:50, 2 October 2022
English (LSJ)
pf. A παρεψαυκέναι S.E.M.7.116:—touch gently or lightly, Hp.Mul.2.160; τινος Plu.2.971c, Eum.7, etc. 2 metaph., touch lightly or slightly on a subject, τῆς δόξης S.E.l.c.:—Pass., παρέψαυσταί μοι ἀποφῆναι… Hp.Morb.4.44.
German (Pape)
[Seite 509] (s. ψαύω), an der Seite, leicht, oberflächlich berühren; τινός, Plut. sol. an. 16; παρέψαυσταί μοι, Hippocr.; Sp., wie Ael. H. A. 1, 2.
French (Bailly abrégé)
pf. παρέψαυκα;
toucher légèrement, effleurer, gén..
Étymologie: παρά, ψαύω.
Greek (Liddell-Scott)
παραψαύω: πρκμ. παρεψαυκέναι Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 116· ― ἐγγίζω ἠρέμα ἢ ἐλαφρῶς, τινὸς Πλούτ. 2. 971C, Εὐμέν. 7, κτλ.· ἐγγίζω ἐλαφρῶς ἢ ὀλίγον ζήτημά τι, π. χ. τῆς δόξης, Σέξτ. Ἐμπ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., καὶ οὕτως ἐν τῷ παθ., παρέψαυσταί μοι, ὅτι ... Ἱππ. 504. 40.
Greek Monolingual
Α
1. αγγίζω ελαφρά (α. «παρέψαυσε τοῦ βουβῶνος» β. «παραψαῡσαι τῶν φορτίων», Πλούτ.)
2. θίγω επιπόλαια ή με μεγάλη συντομία ένα θέμα, αναφέρομαι βιαστικά σε ένα ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ψαύω «αγγίζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-ψαύω licht aanraken.
Russian (Dvoretsky)
παραψαύω:
1) слегка прикасаться (τινός Plut.);
2) вскользь касаться, затрагивать (τῆς δόξας Sext.).