παραρτύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0497.png Seite 497]] Speisen bereiten, würzen, Philo; u. allgemeiner, wie [[παραρτίζομαι]], im med., [[ναῦς]] ὅπλων καὶ βελῶν παραρτυσάμενος, Plut. Lucull. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0497.png Seite 497]] Speisen bereiten, würzen, Philo; u. allgemeiner, wie [[παραρτίζομαι]], im med., [[ναῦς]] ὅπλων καὶ βελῶν παραρτυσάμενος, Plut. Lucull. 7.
}}
{{bailly
|btext=préparer des aliments, <i>particul.</i> assaisonner;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀρτύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραρτύω''': ἐπὶ τροφῆς, [[ἡδύνω]] διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι).
|lstext='''παραρτύω''': ἐπὶ τροφῆς, [[ἡδύνω]] διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι).
}}
{{bailly
|btext=préparer des aliments, <i>particul.</i> assaisonner;<br /><i><b>Moy.</b></i> παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀρτύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρτύω Medium diacritics: παραρτύω Low diacritics: παραρτύω Capitals: ΠΑΡΑΡΤΥΩ
Transliteration A: parartýō Transliteration B: parartyō Transliteration C: parartyo Beta Code: parartu/w

English (LSJ)

of food, A season, Id.2.477,483 (Pass.): metaph., ἱστορίαις π. τὴν ποίησιν Eust.100.30. II Med., get ready, Plu.Luc.7.

German (Pape)

[Seite 497] Speisen bereiten, würzen, Philo; u. allgemeiner, wie παραρτίζομαι, im med., ναῦς ὅπλων καὶ βελῶν παραρτυσάμενος, Plut. Lucull. 7.

French (Bailly abrégé)

préparer des aliments, particul. assaisonner;
Moy. παραρτύομαι garnir, équiper : τινος de qch.
Étymologie: παρά, ἀρτύω.

Greek (Liddell-Scott)

παραρτύω: ἐπὶ τροφῆς, ἡδύνω διὰ προσθέτων ἀρτυμάτων, Φίλων 2.477, κτλ. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 7 (κοινῶς παραρτισάμενοι).

Greek Monolingual

ΜΑ
νοστιμεύω φαγητό με την προσθήκη καρυκευμάτων
μσν.
μτφ. νοστιμεύω, ομορφαίνω κάτι («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», Ευστ.)
αρχ.
μέσ. παραρτύομαι
ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀρτύω «καρυκεύω, παρασκευάζω»].

Greek Monotonic

παραρτύω: λέγεται για τροφή, νοστιμίζω με την προσθήκη άλλων υλικών, κάνω κάτι πικάντικο.

Middle Liddell

of food, to season by additions.