πεντήρης: Difference between revisions

From LSJ

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0559.png Seite 559]] ες, fünfruderig, mit fünf Reihen Ruderbänken, vgl. [[τριήρης]]; Her. 6, 87; Pol. 8, 6, 2; D. Sic. 20, 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0559.png Seite 559]] ες, fünfruderig, mit fünf Reihen Ruderbänken, vgl. [[τριήρης]]; Her. 6, 87; Pol. 8, 6, 2; D. Sic. 20, 49.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />à cinq rangs ; ἡ [[πεντήρης]] ([[ναῦς]]) vaisseau à cinq rangs de rames, quinquerème.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], ἄρω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντήρης''': (ἐξυπακ. [[ναῦς]]), ἡ, [[πλοῖον]] ἔχον [[πέντε]] σειρὰς κωπῶν, Ἡρόδ. 6. 87, Πολύβ. 8. 6, 2, κτλ.· ― οὕτω, πεντηρικὸν [[πλοῖον]], [[σκάφος]] ὁ αὐτ. 1. 59, 8., 3. 41. 2, κτλ. ― Ἴδε ἐν λ. [[τριήρης]].
|lstext='''πεντήρης''': (ἐξυπακ. [[ναῦς]]), ἡ, [[πλοῖον]] ἔχον [[πέντε]] σειρὰς κωπῶν, Ἡρόδ. 6. 87, Πολύβ. 8. 6, 2, κτλ.· ― οὕτω, πεντηρικὸν [[πλοῖον]], [[σκάφος]] ὁ αὐτ. 1. 59, 8., 3. 41. 2, κτλ. ― Ἴδε ἐν λ. [[τριήρης]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />à cinq rangs ; ἡ [[πεντήρης]] ([[ναῦς]]) vaisseau à cinq rangs de rames, quinquerème.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], ἄρω.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:04, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντήρης Medium diacritics: πεντήρης Low diacritics: πεντήρης Capitals: ΠΕΝΤΗΡΗΣ
Transliteration A: pentḗrēs Transliteration B: pentērēs Transliteration C: pentiris Beta Code: penth/rhs

English (LSJ)

(sc. ναῦς), ἡ, quinquereme, Plb.8.4.2, al. (but f.l. for πεντετηρίς Hdt.6.87); in full, ναῦς π. D.S.2.5, 14.41: πεντηρικὰ πλοῖα, σκάφη, Plb.1.59.8, 3.41.2, cf. D.S.14.41.

German (Pape)

[Seite 559] ες, fünfruderig, mit fünf Reihen Ruderbänken, vgl. τριήρης; Her. 6, 87; Pol. 8, 6, 2; D. Sic. 20, 49.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
à cinq rangs ; ἡ πεντήρης (ναῦς) vaisseau à cinq rangs de rames, quinquerème.
Étymologie: πέντε, ἄρω.

Greek (Liddell-Scott)

πεντήρης: (ἐξυπακ. ναῦς), ἡ, πλοῖον ἔχον πέντε σειρὰς κωπῶν, Ἡρόδ. 6. 87, Πολύβ. 8. 6, 2, κτλ.· ― οὕτω, πεντηρικὸν πλοῖον, σκάφος ὁ αὐτ. 1. 59, 8., 3. 41. 2, κτλ. ― Ἴδε ἐν λ. τριήρης.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
(ενν. ναῦς) (στην αρχαιότητα) νεώτερος σχετικά τύπος πολεμικού πλοίου, μεγαλύτερου από την τριήρη, με πέντε σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά, ή, κατ' άλλους, τύπος πλοίου του οποίου το κάθε κουπί το χειρίζονταν πέντε κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ήρης (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πεντήρης: (ενν. ναῦς), , πλοίο με πέντε ιστία, σε Ηρόδ.· ομοίως, πεντηρικὸν πλοῖον, σκάφος, σε Πολύβ.· βλ. τριήρης.

Russian (Dvoretsky)

πεντήρης: ἡ (sc. ναῦς) пентера (судно с пятью рядами весел) Her., Polyb.

Middle Liddell


(sc. ναῦσ), a quinquereme, Hdt.:—so, πεντηρικὸν, πλοῖον, σκάφος Polyb.:—v. τριήρης.