περιτρέφω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] ringsum gefrieren-, fest werden lassen; im pass. Od. 14, 477, σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]], das Eis fror rings an den Schilden; so lies't Bekker auch Il. 5, 903 für περιστρέφεται, s. Spitzner zu d. St.; περιτέτροφε πάχνην, Ap. Rh. 2, 738. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0597.png Seite 597]] ringsum gefrieren-, fest werden lassen; im pass. Od. 14, 477, σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]], das Eis fror rings an den Schilden; so lies't Bekker auch Il. 5, 903 für περιστρέφεται, s. Spitzner zu d. St.; περιτέτροφε πάχνην, Ap. Rh. 2, 738. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf. Pass.</i> περιτέθραμμαι;<br />nourrir de façon à arrondir ; <i>Pass.</i> devenir épais, former des caillots, se condenser autour de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρέφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ παγώσῃ ἢ πήξῃ τι ὁλόγυρα, ἀργινόεσσαν ἀεὶ περιτέτροφε πάχνην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 738. ― Παθητ., περιτρέφεται κυκόωντι, περιπήγνυται ταράττοντος τοῦ τυροποιοῦ, Ἰλ. Ε. 903· σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]], «περιεπήσσετο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 477· τὸ περιτεθραμμένον σοι [[σαρκίδιον]] Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 1. | |lstext='''περιτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ παγώσῃ ἢ πήξῃ τι ὁλόγυρα, ἀργινόεσσαν ἀεὶ περιτέτροφε πάχνην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 738. ― Παθητ., περιτρέφεται κυκόωντι, περιπήγνυται ταράττοντος τοῦ τυροποιοῦ, Ἰλ. Ε. 903· σακέεσσι περιτρέφετο [[κρύσταλλος]], «περιεπήσσετο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 477· τὸ περιτεθραμμένον σοι [[σαρκίδιον]] Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 1. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 08:11, 2 October 2022
English (LSJ)
pf. -τέτροφα A.R.2.738:—cause, make to congeal around, πάχνην l.c.: metaph., ἄλγος π. κραδίην Nic.Th.299:—Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the milk] forms curds as you mix it, Il.5.903; σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος the ice froze hard upon the shields, Od.14.477; τὸ περιτεθραμμένον σοι σαρκίδιον M.Ant.12.1, cf. Gal.2.504.
German (Pape)
[Seite 597] ringsum gefrieren-, fest werden lassen; im pass. Od. 14, 477, σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, das Eis fror rings an den Schilden; so lies't Bekker auch Il. 5, 903 für περιστρέφεται, s. Spitzner zu d. St.; περιτέτροφε πάχνην, Ap. Rh. 2, 738.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. περιτέθραμμαι;
nourrir de façon à arrondir ; Pass. devenir épais, former des caillots, se condenser autour de, τινι.
Étymologie: περί, τρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
περιτρέφω: μέλλ. -θρέψω, κάμνω ὥστε νὰ παγώσῃ ἢ πήξῃ τι ὁλόγυρα, ἀργινόεσσαν ἀεὶ περιτέτροφε πάχνην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 738. ― Παθητ., περιτρέφεται κυκόωντι, περιπήγνυται ταράττοντος τοῦ τυροποιοῦ, Ἰλ. Ε. 903· σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, «περιεπήσσετο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 477· τὸ περιτεθραμμένον σοι σαρκίδιον Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 1.
English (Autenrieth)
make thick around; pass., of milk, curdle, Il. 5.903; of ice, congeal, ‘form around,’ Od. 14.477.
Greek Monolingual
Α
κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει ολόγυρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τρέφω, meestal med.-pass. (om...) vast gaan zitten, vastkoeken (aan); met dat.. σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος ijs vormde zich op de schilden Od. 14.477.