προσαποτίνω: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0751.png Seite 751]] (s. [[τίνω]]), noch dazu zahlen od. büßen, προσαποτισάτω μισθόν Plat. Legg. XII, 845 a, u. Sp. Vgl. [[προσαποτιμάω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0751.png Seite 751]] (s. [[τίνω]]), noch dazu zahlen od. büßen, προσαποτισάτω μισθόν Plat. Legg. XII, 845 a, u. Sp. Vgl. [[προσαποτιμάω]].
}}
{{bailly
|btext=payer <i>ou</i> acquitter en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀποτίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαποτίνω''': [ῐ], μέλλ. -τίσω [ῑ], [[ἀποτίνω]], πληρώνω [[προσέτι]], μισθὸν Πλάτ. Νόμ. 945Α· οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 1. 9· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ -δίδωμ, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξ. ΙΙΙ. 17, Blass.
|lstext='''προσαποτίνω''': [ῐ], μέλλ. -τίσω [ῑ], [[ἀποτίνω]], πληρώνω [[προσέτι]], μισθὸν Πλάτ. Νόμ. 945Α· οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 1. 9· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ -δίδωμ, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξ. ΙΙΙ. 17, Blass.
}}
{{bailly
|btext=payer <i>ou</i> acquitter en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀποτίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποτίνω Medium diacritics: προσαποτίνω Low diacritics: προσαποτίνω Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΤΙΝΩ
Transliteration A: prosapotínō Transliteration B: prosapotinō Transliteration C: prosapotino Beta Code: prosapoti/nw

English (LSJ)

[ῐ], fut. -τείσω, pay besides, μισθόν Pl.Lg.945a, cf. PEleph.1.11 (iv B.C.), Abh. Berl.Akad.1925(5).29 (Cyrene, i B.C./i A.D.); τόκους Men.235.9; χρήματά τινι Dius ap.J.AJ8.5.3; opp. -δίδωμι, Hyp.Eux.17.

German (Pape)

[Seite 751] (s. τίνω), noch dazu zahlen od. büßen, προσαποτισάτω μισθόν Plat. Legg. XII, 845 a, u. Sp. Vgl. προσαποτιμάω.

French (Bailly abrégé)

payer ou acquitter en outre.
Étymologie: πρός, ἀποτίνω.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποτίνω: [ῐ], μέλλ. -τίσω [ῑ], ἀποτίνω, πληρώνω προσέτι, μισθὸν Πλάτ. Νόμ. 945Α· οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 1. 9· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ -δίδωμ, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξ. ΙΙΙ. 17, Blass.

Greek Monolingual

Α
πληρώνω κάτι ακόμη («ὁ δὲ ὄφλων τὴν δίκην... προσαποτισάτω μισθόν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποτίνω «πληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται»].

Greek Monotonic

προσαποτίνω: [ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω επιπλέον, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αποτίνω ook nog betalen.

Russian (Dvoretsky)

προσαποτίνω: (ῑ) сверх того платить (μισθόν Plat.; τόκους Men.).

Middle Liddell

fut. -τίσω
to pay besides, Plat.